Του ΘΥΜΙΟΥ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ* http://www.enet.gr/
Ζούμε σε μια περίοδο δραματικών παγκόσμιων και εθνικών κρίσεων, τις οποίες τείνουμε να αντιμετωπίζουμε χωρίς ορθολογισμό -σε συλλογικό και προσωπικό επίπεδο- μέσα από ένα πλέγμα απροσδόκητων αλλά παγιωμένων αντιφάσεων, που εκφράζουν την έλλειψη συνέπειας και συνέχειας. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα, αλλά θα επικεντρωθούμε σε ένα μόνο: στα ελληνικά τοπία.
Είναι γνωστό ότι ο Ελληνας συνδέεται άρρηκτα και βιωματικά με τον τόπο του και την ύπαιθρο. Μεγάλο τμήμα της ψυχαγωγίας του σχετίζεται με την ύπαιθρο, μέσα από σχετικά αθλήματα (όπως η ορειβασία, το κολύμπι, το σκι και τόσα άλλα), αλλά και μέσα από απλές εκδρομές προς πατρογονικά χωριά ή περιοχές με ενδιαφέρον φυσικό περιβάλλον. Αλλά και μια κύρια οικονομική δραστηριότητα του τόπου μας, ο τουρισμός, επηρεάζεται καίρια από το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Μέσα στον σκληρότατο διεθνή ανταγωνισμό για την προσέλκυση επισκεπτών, η χώρα μας διατηρούσε μέσα από τη φύση, τα πολιτιστικά κατάλοιπα και τα τοπία της ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ο πλούτος αυτός της χώρας έγινε γνωστός παγκόσμια μέσα από τα σχέδια και τα κείμενα των ξένων περιηγητών ήδη από τον 15ο αιώνα. Σε πιο πρόσφατες εποχές, μελέτες και δημοσιεύσεις τεκμηρίωσαν αδιάψευστα τις παραμέτρους αυτού του πλούτου. Η πλούσια βιολογική ποικιλότητα -συγκρίσιμη στην Ευρώπη μόνο με αυτή της Ισπανίας- οφειλόταν στη θέση του ελληνικού χώρου, τη γεωμορφολογία του αλλά και τις παραδοσιακές ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές, κυρίως στον πρωτογενή τομέα, διαμόρφωσαν μέσα από τους αιώνες τα χαρακτηριστικά ελληνικά τοπία, που εμπλουτίστηκαν από ιστορικούς οικισμούς, αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, εξωκλήσια και μοναστήρια, δημιουργώντας σύνολα στον χώρο εξαιρετικής αισθητικής και έλξης για τον επισκέπτη -Ελληνα και ξένο.
Σε μια χώρα με κάποιο βαθμό αναπτυξιακού ορθολογισμού -και δεν αναφέρομαι στις αρχές της αειφορίας που δεσμεύουν τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης- η διαφύλαξη και συνετή διαχείριση αυτών των εξαιρετικά πολύτιμων πόρων θα αποτελούσε απαίτηση της κοινωνίας και προτεραιότητα για τις τοπικές, περιφερειακές και εθνικές αρχές.
Στην Ελλάδα όμως του 21ου αιώνα επικρατούν οι γνωστές αντιφάσεις.
Μια περιοδεία στα περισσότερα σημεία της επικράτειας προσδίδει μιαν ομοιόμορφα θλιβερή εικόνα. Πρώτη εντύπωση αποτελεί η ένταση της αστικοποίησης σε όλα τα τμήματα του ελληνικού χώρου. Από τα συνεχώς επεκτεινόμενα αστικά κέντρα ξεκινούν πλοκάμια δόμησης κατά μήκος των οδικών αξόνων, που τείνουν να υλοποιήσουν τη Μεγαλούπολη του Κωνσταντίνου Δοξιάδη από Αθήνα έως Θεσσαλονίκη. Ακόμη και στα νησιά, οι παραδοσιακοί οικισμοί χάνουν το αρχικό τους σχήμα και απλώνονται αλώνοντας τον υπαίθριο χώρο. Η Μύρινα της Λήμνου και η Απολλωνία της Σίφνου αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παράλληλα, η εκτός σχεδίου δόμηση επιτρέπει τη διασπορά κτισμάτων παντού, όπου υπάρχουν ιδιοκτησίες τεσσάρων -ή και λιγότερων- στρεμμάτων. Πολλά από τα κτίσματα αυτά τοποθετούνται σε κορυφές λόφων ή άλλων εξάρσεων, για να έχουν καλύτερη θέα οι ένοικοί τους ή για να προβάλλουν την προβληματική τους προσωπικότητα, με τίμημα την οριστική αλλοίωση του τοπίου και των κορυφογραμμών που το χαρακτηρίζουν. Τη νύχτα, το τοπίο σε πολλές ελληνικές περιοχές (όπως στην Αργολίδα, τη Θεσσαλία ή τη Δυτική Μακεδονία) είναι κατάφωτο, με ελάχιστες σκοτεινές κηλίδες, επιβεβαιώνοντας έτσι την εξάπλωση της δόμησης. Αλλωστε έχουμε και τη μοναδική περίπτωση τουριστικού νησιού -της Μυκόνου- που παρουσιάζει πλήρη και συνεχή δόμηση με ελάχιστους πλέον ελεύθερους χώρους.
Ακολουθεί η ρύπανση. Στερεά απορρίμματα και χωματερές υπάρχουν παντού, μαζί με εγκαταλειμμένα οχήματα, ερειπωμένα κτίρια και μπάζα, ακόμη και μέσα στον Εθνικό Δρυμό Πρεσπών ή πλάι στον υγρότοπο του Μούδρου στη Λήμνο, πίσω από το τοπικό αεροδρόμιο. Το ίδιο θλιβερή είναι η κατάσταση στα ποτάμια και τις λιμνοθάλασσες, με απόρριψη σκουπιδιών και ρύπανση των υδάτων. Παράδειγμα -προς αποφυγή- οι ποταμοί Αλιάκμων, Λουδίας και Γαλλικός κοντά στη Θεσσαλονίκη, καθώς και περιοχές της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.
Προχωρώντας ενδότερα αντιλαμβάνεται κανείς και τις μεγάλες επιπτώσεις των δημόσιων έργων στα τοπία. Γνωρίζαμε βέβαια από προηγούμενες δεκαετίες τις καταστροφές που προκάλεσαν στο ορεινό φυσικό περιβάλλον το υδροηλεκτρικό έργο Θησαυρού στον Νέστο και το φράγμα της Μεσοχώρας στη Νότια Πίνδο. Σήμερα όμως κατασκευάζονται χρήσιμοι ίσως αυτοκινητόδρομοι -όπως η Εγνατία Οδός- χωρίς να εκτελούνται ταυτόχρονα τα παράλληλα περιβαλλοντικά έργα καθαρισμών, διαμορφώσεων τοπίου και φυτεύσεων.
Υπάρχουν και άλλες ήσσονος σημασίας πτυχές που υποβαθμίζουν τα ελληνικά τοπία, όπως οι πανταχού παρούσες διαφημιστικές πινακίδες, η έλλειψη επιμέλειας του χώρου από τις τοπικές αρχές, η χαμηλότατη ποιότητα της αισθητικής των περισσότερων κτισμάτων και άλλα πολλά. Αποτελούν συνέπειες έλλειψης παιδείας και κοινωνικής συνοχής, υπερβολικής εκμετάλλευσης των πάντων και μιας ιδιότυπης αδιαφορίας.
Πού βρίσκεται όμως η πολιτεία και τα όργανά της σε όλα αυτά; Τα υπουργεία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, οι περιφερειακές αρχές, τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν όλα τμήμα της ευθύνης για την αποκαρδιωτική κατάσταση του ελληνικού χώρου και για την υποβάθμιση των τοπίων. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε τη ρήση: «Τοιούτος έπρεπεν αυτοίς αρχιερεύς». Σε μια δημοκρατική κοινωνία -όπως η Ελλάδα- καλώς ή κακώς οι διοικούντες υπηρετούν και εκφράζουν τη βούληση των ψηφοφόρων που τους εκλέγουν ή τους καταψηφίζουν με κάποια χρονική υστέρηση. Αρα το πρόβλημα δεν είναι μόνο πολιτικό ή διοικητικό, αλλά αφορά τη στάση και τις επιθυμίες ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι προφανές ότι η στάση αυτή της κοινωνίας προς το περιβάλλον και τα τοπία μεταβάλλεται. Η άφρων επιδίωξη πλουτισμού και η υπερβολική κατανάλωση αρχίζει να υποκαθίσταται από την απαίτηση για καλύτερη ποιότητα ζωής και για υγιέστερες συνθήκες διαβίωσης, ανάμεσα τουλάχιστον σε κάποια τμήματα της κοινωνίας. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης αλλά και της υπερθέρμανσης του πλανήτη απειλούν πλέον τα επικρατούντα πρότυπα ζωής και αποτελούν κίνητρα για την αναζήτηση νέων. Οταν οι κοινωνικές αυτές διεργασίες γενικευθούν, θα γίνουν αντιληπτές ακόμη και από το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, που θα αναγκαστεί να υιοθετήσει κάποια θετικά μέτρα, ξεπερνώντας τις αντιφάσεις.
Ενα πρώτο βήμα -και μάλιστα χωρίς πολιτικό κόστος- θα είναι η κύρωση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για το Τοπίο, που εκκρεμεί για άγνωστους λόγους από το 2001, οπότε υπογράφτηκε η Συνθήκη από τη χώρα μας. Ηταν επομένως θετικότατη ενέργεια στο τέλος Μαρτίου, η κατάθεση στο Κοινοβούλιο από το ΥΠΕΧΩΔΕ σχεδίου νόμου για την κύρωση της Συνθήκης αυτής, καθώς και οι εύστοχες δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού. Φτάνει στη συνέχεια να υπάρξει η πολιτική βούληση για την υλοποίηση των διατάξεων της Συνθήκης.
Δυσκολότερη -αλλά απολύτως αναγκαία- ακολουθεί η κατάργηση της εκτός σχεδίου δόμησης. Θα κτίζει κανείς εκεί που τα πολεοδομικά σχέδια το επιτρέπουν, προστατεύοντας έτσι από τη διάσπαρτη δόμηση τις φυσικές και αγροτικές περιοχές.
Θα χρειαστεί βέβαια να βελτιωθεί ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός σε όλα τα επίπεδα, από το εθνικό στο τοπικό, καθώς και τα ειδικά χωροταξικά σχέδια για επί μέρους τομείς όπως η μεταποίηση, ο τουρισμός και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Παράλληλα, θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν οι υπερβολικά χρονοβόρες διαδικασίες διαβουλεύσεων, εγκρίσεων και θεσμοθετήσεων των σχεδίων αυτών (σήμερα η έγκριση του πολεοδομικού σχεδιασμού ενός μικρού δήμου μπορεί να διαρκέσει τέσσερα με πέντε έτη). Και βέβαια θα απαιτηθούν οι μηχανισμοί -και οι αντίστοιχοι πόροι- για την υλοποίηση του χωρικού σχεδιασμού.
Τελικά η πρόκληση είναι χρονική. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, η επακόλουθη πολιτική αλλαγή και η λήψη θετικών μέτρων για το περιβάλλον και τα τοπία που αρχίζει να διαφαίνεται, θα προλάβει άραγε να αποτρέψει τη συνολική τους υποβάθμιση ή και καταστροφή; Ο μόνος τρόπος να δώσει κανείς μιαν αισιόδοξη απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα είναι με την απόφαση να εργαστούμε όλοι για την επίτευξη της επιθυμητής αλλαγής, αίροντας τις κοινωνικές αντιφάσεις.
* Αρχιτέκτων
Από την εφ. ΤΑ ΝΕΑ για τον Φερλινγκέτι
Πριν από 4 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου