Tου Χρ. Γ. Ντουμα* www.kathimerini.gr
Aν ο Πλάτων δεν είχε γράψει τους διαλόγους «Τίμαιος» και «Κριτίας», η ανθρωπότητα θα είχε στερηθεί τις πολλές δεκάδες χιλιάδες μονογραφιών, άρθρων, μυθιστορημάτων και έργων επιστημονικής φαντασίας που έχουν ως θέμα τους τη χαμένη Ατλαντίδα. Κανένας άλλος αρχαίος συγγραφέας δεν πραγματεύτηκε το θέμα, το οποίο ούτε ως θρύλος ούτε ως μύθος έχει καταγραφεί στις αρχαίες, ελληνικές ή μη πηγές. Η εντυπωσιακή αυτή αγνόηση του θέματος δεν μπορεί να είναι τυχαία. Γι’ αυτό άλλωστε οι μελετητές των έργων του Πλάτωνος και γνώστες της φιλοσοφικής του μεθόδου συμφωνούν ότι η αφήγηση περί Ατλαντίδας δεν είναι παρά μια θεωρητική κατασκευή, με την οποία προτείνεται ένα υπόδειγμα καλά οργανωμένης και ευνομούμενης πολιτείας.
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι έχουν εντοπίσει τη γεωγραφική θέση της χαμένης ηπείρου. Είναι αλήθεια ότι οι «ατλαντιδολόγοι» αυτοί είναι εντελώς άσχετοι προς την πλατωνική φιλοσοφία ή έχουν λίγη ή καθόλου σχέση με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Πρόκειται δηλαδή για ερασιτέχνες, οι οποίοι προσεγγίζοντας τα πλατωνικά κείμενα μέσα από συχνά αμφίβολης ακρίβειας και πιστότητας μεταφράσεις «διορθώνουν», αποσιωπούν ή και παραποιούν ακόμη κι αυτά τα λόγια του Πλάτωνος. «Διορθώνοντας», λοιπόν, τον Πλάτωνα άλλοτε ως προς το μέγεθος ή τη γεωγραφική θέση της Ατλαντίδας, κι άλλοτε ως προς την πολιτισμική της βαθμίδα ή τον χρόνο καταποντισμού της, βολεύουν μεν τη δική τους άποψη, ασυνείδητα όμως ενισχύουν εκείνους που υποστηρίζουν ότι η όλη ιστορία είναι μια θεωρητική κατασκευή πόρρω απέχουσα της πραγματικότητας. Ας δούμε μερικές περιπτώσεις.
Ηράκλειες Στήλες
Ο Πλάτων περιγράφει το νησί της Ατλαντίδας ως μεγαλύτερο από τη Λιβύη και την Μ. Ασία μαζί («η δε νήσος άμα Λιβύης και Ασίας μείζων», Τίμαιος 24e, ή «Λιβύης και Ασίας μείζω νήσον ούσαν», Κριτίας 108e). Ισως δε αυτές τις διαστάσεις ο φιλόσοφος τις έδωσε σκόπιμα προκειμένου να τοποθετήσει την ήπειρό του πέραν των Ηρακλείων Στηλών, στον αχανή και καλυμμένο ακόμη τότε με μυστήριο Ατλαντικό Ωκεανό. Οχι, λένε οι «ατλαντιδολόγοι». Το «μείζων» του Πλάτωνος είναι λάθος και πρέπει να διαβαστεί ως «μέσον», οπότε η χαμένη ήπειρος ευρισκόμενη «ανάμεσα» στη Λιβύη και την Μ. Ασία χάνει τις διαστάσεις που της δίνει ο φιλόσοφος και μπορεί να χωρέσει στη Μεσόγειο. Οσο για το επίρρημα «άμα» («άμα Λιβύης και Ασίας μείζων») που δεν αφήνει αμφιβολία για την πρόθεση του Πλάτωνος, ως μικρή λεξούλα, μπορεί να… μη ληφθεί υπόψη. Από την άλλη μεριά, οι Ηράκλειες Στήλες, πέρα από τις οποίες σκόπιμα ο Πλάτων τοποθετεί την ήπειρό του, δεν δημιουργούν πρόβλημα, αν τις ταυτίσουμε με τα ακρωτήρια Ταίναρο στην Πελοπόννησο και Σούδας στην Κρήτη αντίστοιχα! Ωστόσο, η απόσταση που χωρίζει τα ακρωτήρια αυτά είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο κινούμενος στη θάλασσα ανάμεσά τους να μη είναι σε θέση να τα διακρίνει. Θα πρέπει, λοιπόν, να προσάψουμε στον Πλάτωνα είτε άγνοια της γεωγραφίας είτε μεγάλη αφέλεια, ώστε να μπερδεύει τα αόρατα αυτά ακρωτήρια με τους απότομους βράχους του Γιβραλτάρ, οι οποίοι, σαν στήλες, διαμορφώνουν την πύλη μεταξύ Mεσογείου και Ατλαντικού ωκεανού.
Οι δακτύλιοι
Σύμφωνα με την πλατωνική αφήγηση, εναλλασσόμενοι δακτύλιοι στεριάς και θάλασσας αποτελούσαν τη χαμένη ήπειρο. Ως απομεινάρια του κεντρικού δακτυλίου, όπου βρισκόταν η μητρόπολη της Ατλαντίδας, σύγχρονοι «ατλαντιδολόγοι» θεωρούν τα σημερινά νησιά της Σαντορίνης, της Θηρασιάς και του Ασπρονησιού, ενώ στην Κρήτη αναγνωρίζουν τμήμα του εξωτερικού δακτυλίου. Υποστηρίζουν δε ότι η πολιτισμική βαθμίδα της χαμένης ηπείρου αντιστοιχεί προς αυτήν του λεγόμενου μινωικού πολιτισμού της Κρήτης. Αναγνωρίζοντας όμως τη Σαντορίνη ως μητρόπολη της Ατλαντίδας αυτόματα την αναδεικνύουμε ως κοιτίδα του μινωικού πολιτισμού. Ωστόσο, η αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι η Θήρα επί χιλιάδες χρόνια συμμετείχε ενεργά στον πολιτισμό των Κυκλάδων και οι αρχαιότερες υλικές μαρτυρίες για επαφές με την Κρήτη δεν πηγαίνουν πέρα από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Εποχή Παγετώνων
Τον καταποντισμό της Ατλαντίδας ο Πλάτων τον τοποθετεί εννέα χιλιάδες χρόνια πριν από τον Σόλωνα, δηλαδή μέσα στη δέκατη χιλιετία π.Χ., εποχή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου των παγετώνων, οπότε η ανθρωπότητα έμπαινε σταδιακά στη Νεολιθική βαθμίδα του πολιτισμού της, εντελώς άσχετη με την πολιτισμική βαθμίδα της Ατλαντίδας. Οι σοφοί «ατλαντιδολόγοι» το πρόβλημα αυτό το ξεπέρασαν προσάπτοντας ακόμη ένα… λάθος στον Πλάτωνα: ότι το «εννεάκις χίλια» οφείλεται σε εσφαλμένη ανάγνωση του σωστού «εννεάκις εκατό»! Με τη «διόρθωση» αυτή, ο καταποντισμός της Ατλαντίδας πρέπει να έγινε μόλις εννιακόσια χρόνια πριν από τον Σόλωνα, δηλαδή γύρω στα 1500 π.Χ., όταν ο πολιτισμός της Κρήτης βρισκόταν στην ακμή του. Και αφού τότε περίπου ή έναν αιώνα νωρίτερα συνέβη η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, το πάντρεμα αφ’ ενός της Ατλαντίδας με την Κρήτη και τη Θήρα μαζί, και αφ’ ετέρου του καταποντισμού της με την ηφαιστειακή έκρηξη γίνεται πολύ εύκολα.
Με στρεβλώσεις, παραποιήσεις ή αγνοήσεις στα κείμενα του Πλάτωνος, σαν αυτά που συνοπτικά παρουσιάστηκαν, η Ατλαντίδα έχει κατά καιρούς «ανακαλυφθεί» σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη, όπως, εκτός από το Αιγαίο, στα Βαλκάνια, στην έρημο Σαχάρα, στον Καύκασο, στη Γροιλανδία, στα Βρετανικά Νησιά, στις Κάτω Χώρες, στη Σρι Λάνκα, στη Νότια Αφρική, στη Βραζιλία. Με τον ίδιο τρόπο οι κάτοικοί της ταυτίστηκαν άλλοτε με τους Γαλάτες, τους Γότθους ή τους Δρυίδες και άλλοτε με τους Σκύθες ή τους Αιγύπτιους! Στο παραμύθι της Ατλαντίδας ακόμη και το ρατσιστικό κίνημα των Ναζί στη Γερμανία αναζήτησε ερείσματα τοποθετώντας τη χαμένη ήπειρο στη Βόρειο Θάλασσα και ταυτίζοντας τους κατοίκους της με την… «ανώτερη» φυλή των Τευτόνων!
Αμφισβητίες
Ωστόσο, η ύπαρξη της Ατλαντίδας είχε αμφισβητηθεί από την αρχαιότητα. Ο γεωγράφος Στράβων (II, 3. 6), για παράδειγμα, ρητά αναφέρει ότι ο Πλάτων που επινόησε την Ατλαντίδα, προκειμένου να αποφύγει τις ιστορικές συνέπειες της αφήγησής του, φρόντισε να την καταποντίσει, όπως ακριβώς μερικούς αιώνες παλιότερα έκανε ο Ομηρος αναθέτοντας στον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα τον κατακλυσμό του τείχους που υποτίθεται ότι οι Αχαιοί είχαν ανεγείρει μπροστά από τα καράβια τους (Ιλιάδα Μ, 1-33). Την άποψη αυτή συμμερίζονται και όλοι οι νεότεροι σοβαροί μελετητές της ελληνικής αρχαιότητας. Από τους παλιότερους ο Βολταίρος έγραφε στα 1764 ότι προφανής σκοπός του Πλάτωνος ήταν «να επισημάνει τις μεταβολές που τόσες φορές άλλαξαν το πρόσωπο του κόσμου». Λίγο αργότερα, το 1779, ο G. Bartoli ερμήνευσε το πλατωνικό κείμενο ως έμμεση κριτική της αθηναϊκής πολιτικής, που οδήγησε στην καταστροφή του 403 π.Χ., ενώ στα 1841 ο Th. H. Martin τοποθετούσε την Ατλαντίδα στον κόσμο της σκέψης παρά της πραγματικότητας. Πιο πρόσφατα ο Pierre Vidal-Naquet επεσήμανε ότι ο Πλάτων με την αφήγηση περί Ατλαντίδας «ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας έγραψε μια “ψευδοϊστορία”, ένα ιστορικό μυθιστόρημα…». Πάντως όλοι συμφωνούν πως η Ατλαντίδα είναι μια ουτοπία (ου τόπος), μια ιδανική πολιτεία, όπου καθένας μας θα επιθυμούσε να ζει. Ο Πλάτων την επινόησε προσφέροντας ένα ιδεατό πλαίσιο για τις πολιτικές απόψεις που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία». Αποδίδοντας το τραγικό τέλος της ηπείρου στην επέμβαση του θεού λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς των κατοίκων της απλώς κατασκεύασε μια παραβολή σαν εκείνη των Σοδόμων και Γομόρρων της Βίβλου.
* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από την εφ. ΤΑ ΝΕΑ για τον Φερλινγκέτι
Πριν από 4 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου