(photo: imaginarytinos.blogspot.com)
Του Σπ. Ι. Ασδραχα* www.kathimerini.gr
Ο συμφοιτητής και παλιός μου φίλος Χρίστος Ντούμας έχει γράψει πολλά και σοφά σε αντίστοιχη μ’ αυτήν εδώ στήλη της εφημερίδας για τα νησιά, ιδίως του Αιγαίου, που τα γνωρίζει όχι μόνο ως ο βασικός, μετά τον Σπ. Μαρινάτο, ανασκαφέας του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης, καθώς επίσης και παραλλήλως ως ο κατ’ εξοχήν ερμηνευτής των ευρημάτων και του πολιτισμού στον οποίο ανήκουν· όχι μόνο μ’ αυτή την ιδιότητα, αλλά και με μια πρόσθετη, εκείνη του ταξιδευτή που ξέρει τους ανέμους, τους προσανατολισμούς, τη σχέση ουρανού και γης, υγρής στην περίπτωσή μας. Μας θύμισε ότι τα νησιά συγγενεύουν με την πάπια, προσλαμβάνονται συνεπώς ως πλεούμενα και μας εξήγησε γιατί: κολυμπούν, «νέουν» τα νησιά. Βεβαίως, οι άνθρωποι ήξεραν ότι τα νησιά είναι σταθερά, κορυφές βουνών μιας πεδιάδας που έγινε θάλασσα, της Αιγηίδας. Αυτές οι βουνοκορφές πραγματικά κολυμπούν, χωρίς να κινούνται. Στην αντίπερα πλευρά της Μεσογείου, στη δυτική, το νησί ονοματίστηκε insula, isola στα ιταλικά και σε άλλους παράλληλους τύπους σε λατινογενείς, ή μετέχουσες στη λατινική, γλώσσες, η insula παραπέμπει στην απομόνωση, στη μοναξιά, γι’ αυτό κι ένα ξεμοναχιασμένο σπίτι καλείται, επίσης, insula. Ενα κομμάτι ξηράς περιτριγυρισμένο από νερό, λοιπόν απρόσβατο από τον οδοιπόρο της στεριάς, εξόν κι αν μπορεί, όπως ο Χριστός να περπατά, χωρίς να βουλιάζει, στο υγρό στοιχείο. Μόνο που το περπάτημα της θάλασσας δεν γίνεται βάδην, αλλά με πλεούμενα κι ακόμη με το κολύμπι (της «πλεγής», όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης) · το ίδιο ισχύει και για την κατάδυση, το ταξίδι στον βυθό. Με δυο λόγια, τα νησιά δεν ήταν ποτέ «απομονωμένα».
Κοινοί τόποι
Ολα αυτά είναι πια κοινοί τόποι και προφανή από τα βάθη του χρόνου, κεκτημένα της ανθρώπινης εμπειρίας και της καθημερινής βιοτής. Εχουν, επίσης, εννοιολογηθεί: με τον συνθετότερο, νομίζω, τρόπο από τον Lucien Febvre (1922) στο βιβλίο του «Η γη και η εξέλιξη της ανθρωπότητας», στο κεφάλαιο που αφιερώνει στο «νησιωτισμό» (insularit), βιβλίο που δεν ενσωματώθηκε στον «εθνικό» μας ιστορικό και, αυτονοήτως, ιστοριογραφικό προβληματισμό: μικρή αλλά ουσιώδης διαφορά, ότι η «εμπειρική» έρευνα οδηγούσε στη συνάντηση με το πολυδιάστατο αυτό βιβλίο. Γιατί ο Lucien Febvre ξεκινούσε από ένα απλό ερώτημα: τα πράγματα «υπήρξαν» όπως μας τα αφηγήθηκαν; Οι άνθρωποι μπορούσαν να σκεφτούν όπως εμείς σκεπτόμαστε; Μπορεί να υπάρξει μια αγροτική ιστορία χωρίς την «οσμή της κοπριάς»; Μπορούσες να είσαι «άπιστος» τον 16ο αιώνα; Φυσικά ήρθε ο συμπληρωματικός αντίλογος, του Bachtin, λόγου χάρη. Αλλά ο λόγος δεν είναι για τον Lucien Febvre: είναι για την επικοινωνία των νησιών. Ας προσθέσω, ωστόσο, ότι ο Γάλλος ιστορικός δεν παρέλειψε να επισημάνει τις δυνατότητες αυτάρκειας αυτών των περιβρεχόμενων χώρων που ονομάζουμε νησιά· ας προσθέσω ακόμη ότι τα όρια αυτά τα βρίσκουμε κάθε φορά που μελετάμε την οικονομία των δικών μας νησιών. Ο Παπαντόπολι, στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, τη θεωρεί σχεδόν απόλυτη για την Κρήτη: δεν είναι ακριβώς έτσι, η Κρήτη ήταν υπόφορη εισροών και εκροών σε υλικά αγαθά και άυλα· όπως όλος ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου και του Ιονίου.
Τα όρια, ωστόσο, της αυτάρκειας δεν είναι ταυτόσημα με εκείνα της αυτοκατανάλωσης: υπάρχει ένα περίσσευμα που δεν γίνεται να αυτοκαταναλωθεί, συμβαίνει, να μην είναι «φαγώσιμο», όπως τα σφουγγάρια ή τα προϊόντα της βιοτεχνίας - πέτρες που γίνονται μυλόπετρες, τσουκάλια και ξυλεία και τόσα άλλα, λόγου χάρη «ρασόπανα» και μετάξια ή μεταξωτά. Αυτά καλούν τη διακίνηση, κι αυτή γίνεται με τα πλεούμενα· ακόμη και τα ζωντανά χρειάζεται να διακινηθούν - τα άλογα με τα at gemisi, τα αλογόπλοια.
Δεν είναι, λοιπόν, μονήρη τα νησιά, έστω κι αν διαθέτουν ικανό βαθμό επάρκειας. Είναι επίσης σταθμοί: με σταθερές και μεταβλητές λειτουργίες μέσα στο μεγάλο χρόνο. Δεν θα αναλωθούμε τώρα στην απαρίθμησή τους. Τούτο το υδροκέφαλο σημείωμα θέλει να αναφερθεί σε ένα ακραίο παράδειγμα υπέρβασης του απομονωτισμού και «βελτιστοποίησής» του και υπόρρητα να υποδείξει τους όρους με τους οποίους διαμορφώνεται η πρόσληψη ενός αυτονομημένου από το πολύπλεγμα του «τοποκεντρισμού». Και πάλι το παράδειγμα έρχεται από το Αιγαίο, από μια κατακόρυφη βραχονησίδα. Οπως και άλλες, φέρει το όνομα Καλόγηρος. Η πιθανότερη εκδοχή για τον Καλόγηρο που δίνει την αφορμή σ’ αυτό το σημείωμα τον εντάσσει στο μικρονησιωτικό πλέγμα της Νισύρου, αλλά δεν θα επεκταθούμε στους γεωγραφικούς προσδιορισμούς: θα μεταφέρουμε συνοπτικά ό, τι μνημονεύει στο «Νησολόγιό» του ο Βιτσέντσο Κορονέλλι (1696) · θυμίζουμε ότι αυτός, όπως και οι ομόλογοί του, αναπαράγουν παλαιότερες πηγές, κειμενικές και χαρτογραφικές, αλλιώς χάνονται σε ένα χρόνο ευρύ, χωρίς μικροχρονικότερα ορόσημα· ότι δεν ανακρατούν μια ζωντανή μνήμη, αλλά διαιωνίζουν μια μνήμη «βιβλιακή».
Είναι προς συζήτηση αν αυτή η «βιβλιακή» μνήμη ενσωματώθηκε ποτέ (και πότε) στην προφορική παράδοση. Για όλα αυτά και για άλλα παραλειπόμενα ίσως χρειαστεί ένα δεύτερο σημείωμα. Ο Κορονέλλι λέγει ότι το χαρακτηριστικό αυτής της βραχονησίδας ήταν το απρόσβατο, από τη βάση της ώς την κορυφή. Ωστόσο, κάποιοι ευσεβείς άνθρωποι, αναζητώντας τη μοναξιά, σκαρφάλωσαν σαν τα γίδια, βρήκαν μια πρόσφορη και τερπνή «πεδιάδα» την ώρα του «δείπνου» (cena, δηλαδή το δειλινό) και σκέφτηκαν να εγκατασταθούν εκεί. Απόμειναν τρεις ερημίτες, επιδόθηκαν στην καλλιέργεια, κατασκεύασαν ένα «άργανο» (βαρούλκο), με το οποίο ανεβοκατέβαζαν μια barchetta, μια βαρκούλα. Με το βαρούλκο και την αιωρούμενη βάρκα προστάτευαν την ασφάλεια και τη μοναξιά τους.
Μ’ αυτή προμηθεύονταν από τις γειτονικές νησίδες ό, τι το τραχύ τους έδαφος δεν μπορούσε να παραγάγει: προφανώς έκαναν ανταλλαγή ή δοσοληψία με χρήμα. Κάποιοι «βάρβαροι», νομίζοντας ότι θα βρουν στον Καλόγηρο πλούτη, κατασκεύασαν μια πανομοιότυπη βάρκα και όταν η βάρκα των ερημιτών δεν είχε ακόμη γυρίσει, ξεγέλασαν τους δυο από τους τρεις ερημίτες, τους ανέβασαν με το βαρούλκο. Οι «βάρβαροι» τους σκότωσαν και άρπαξαν ό, τι βρήκαν. Ας προσέξουμε τα στοιχεία της αφήγησης. Οι τρεις ερημίτες (romiti) είχαν καθιερώσει ένα συνθηματικό σφύριγμα, με το οποίο ο βαρκάρης τους ειδοποιούσε για την άφιξή του. Πρώτη παρατήρηση: καταμερισμός έργων -οι δυο μένουν στη νησίδα και ο τρίτος ταξιδεύει. Δεύτερη παρατήρηση: οι «βάρβαροι» μαθαίνουν το σύνθημα, συνεπώς κατασκοπεύουν - multum in parvo, πολλά εν σμικρώ, μιας ιστορίας που ξεπερνά τη μικρονησιωτική. Οταν γύρισε ο θαλασσοπλόος ερημίτης, δεν βρήκε κανέναν να τον ανεβάσει με το βαρούλκο. Το βραχονήσι έμενε ακατοίκητο, ώσπου με τον καιρό ήρθαν τρεις άλλοι ερημίτες - κι αυτοί με όχημα διακίνησης την barchetta. Δεν μας λέγει τι έκαμαν με την πρόσφορη και τερπνή «πεδιάδα», αλλά προσθέτει ότι ξεφώλευαν γεράκια, τα εξημέρωναν, τα πουλούσαν και εξοικονομούσαν τη βιοτή τους. Αυτοί οι καινούργιοι ερημίτες μοιάζει να ζουν στα χρόνια του (“come vi sono”). Η χρονικότητά του, ωστόσο, δεν αντέχει στον έλεγχο: ο Καλόγηρος με την αναρτημένη του βάρκα εικονίζεται ήδη στα 1500 στο Νησολόγιο του Sonetti, αλλά και μετά τον «κέντρωνα» του Κορονέλλι.
Οι μηχανισμοί
Θα ξαναμιλήσουμε για τα ζητήματα αυτά. Ας συνοψίσουμε, προς το παρόν, το πολύ εν ολίγοις του ακραίου παραδείγματος που επικαλεστήκαμε εμπεριέχει, σχεδόν, όλους τους μηχανισμούς που διέπουν την οικονομία των μικρών, συγκριτικά, νησιών του Αιγαίου, μηχανισμούς που μάλιστα τα υπερβαίνουν· συνοψίζω αφαιρετικά. Ο απομονωτισμός: τον εκφράζουν οι ερημίτες που μένουν στη βραχονησίδα. Η (σχετική) ζωάρκεια: την εκφράζει η πρόσφορη και τερπνή πεδιάδα. Η ανισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στις διατροφικές ανάγκες με σύνδρομο τη διακίνηση και τη συναλλαγή: την εκφράζει η ταπεινή βαρκούλα με τα ταξίδια της. Η κατανομή των λειτουργιών με αιτούμενο την εσωτερική ισορροπία της «κοινότητας»: την εκφράζει η παραμονή των δύο από τους τρεις ερημίτες στη νησίδα. Η διαφοροποίηση των «πλουτοπαραγωγικών» πηγών: την εκφράζει το ξεφώλιασμα και η εξημέρωση των γερακιών, που, ας προστεθεί, επιβάλλουν ευρύτερης ακτίνας διακίνηση. Οι κίνδυνοι της θάλασσας, όσοι προέρχονται από τους ανθρώπους και όχι από τους δικούς της «φυσικούς» κινδύνους: τους εκφράζει η επιδρομή των «βαρβάρων» (μήπως «μπαρμπερίνων»;). Η μετάδοση των ειδήσεων: την εκφράζει η γνωστοποίηση του μυστικού συνθήματος. Με δυο λόγια, όλη η ιστορία αυτού του μικρού μεγάλου κόσμου, όπως έλεγε ο ποιητής. Πότε γίνονται όλα αυτά; Σε ένα σχεδόν άχρονο διάστημα που οι αφηγηματικοί τρόποι το καθιστούν ένα συνεχές παρόν· όχι μόνο οι αφηγηματικοί, αλλά και οι εικαστικοί, η χαρτογραφία, σταθερά αλλά και με παραλλαγές. Θα χρειαστεί να ξανακάνουμε λόγο γι’ αυτή την αχρονικότητα που γίνεται ιδεότυπος. Προκαταλαμβάνοντας κάποιο επόμενο, αν υπάρξει, σημείωμα, ας επισημάνουμε: σημασία, στην περίπτωσή μας, δεν έχει η αλήθεια των πραγμάτων όπως μας τα αφηγήθηκαν μέσω του μονότονα, παρά τις κάποιες παραλλαγές, αναπαραγόμενου αρχικού πυρήνα, αλλά το νόημα που αυτός εγκλείει, ασυνειδήτως περισσότερο παρά συνειδητώς.
ΠΡΟΣΦΟΡΑ -50% σε όλα τα βιβλία μας
Πριν από 3 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου