Το καράβι, συνηθισμένο τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, μοτίβο διακοσμητικό στην αργυροχρυσοχοΐα (σκουλαρίκια, καρφίτσες), δεν αποτελούσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπιτιών τα Χριστούγεννα. Το καράβι, όπως είχε πει ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λαογράφους, ο Δημήτρης Λουκάτος, θυμίζει χωρισμούς. Δεν συμβολίζει οικογενειακές συγκεντρώσεις στη θαλπωρή του σπιτιού, οι οποίες αποτελούν και το κύριο γνώρισμα των ελληνικών Χριστουγέννων.
Σε ένα μόνο σημείο φαίνεται να υπάρχει σύνδεση καραβιού και γιορτών. Σύμφωνα με την κυρία Πολυμέρου-Καμηλάκη,διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών τα παιδιά των νησιών στις Κυκλάδες αλλά και σε ολόκληρο το Αιγαίο, και των παραθαλάσσιων περιοχών της χώρας κατασκεύαζαν με χαρτί και ξύλο ένα ομοίωμα καραβιού, το στόλιζαν με χρωματιστά χαρτιά και σχοινιά και με αυτό γυρνούσαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Στο καραβάκι αυτό τα παιδιά φύλαγαν τα γλυκίσματα και τα χριστόψωμα που έπαιρναν ως φίλεμα από τους νοικοκύρηδες, αφού τους είχαν τραγουδήσει τα κάλαντα:
Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, καράβι ν' αρματώσεις
Και τα σκοινιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις...
Το υπερφυές γεγονός της γέννησης του Χριστού, που στην Ορθόδοξη Ανατολή βιώνεται, περισσότερο, πνευματικά, αποτελεί, εκτός από πηγή ψυχικής ανάτασης και περισυλλογής, με τις πολλές λατρευτικές συνάξεις, και εορτή ευφρόσυνων συναναστροφών, με τη συμπόρευση χριστιανικών και ειδωλολατρικών εθίμων καθ’ όλη την περίοδο του Δωδεκαημέρου (από την παραμονή των Χριστουγέννων έως το πρωί του Αγιασμού).
«Μέσα σε αυτό το εθιμικό πλαίσιο, την ιερή αναγγελία του χαρμόσυνου γεγονότος αναλαμβάνουν οι μικροί καλαντιστές, αν και ο αναγγελτικός ρόλος των καλάντων έχει χάσει πλέον την εθιμική του αναγκαιότητα. Τα κάλαντα, τραγούδια ευχετικά, με επαίνους για το νοικοκύρη και όλα τα μέλη της οικογένειας, ήταν παλαιότερα ευλογία για το σπίτι, ιδιαίτερα όταν η τραγουδημένη ευχή είχε και το μαγικό στοιχείο της παιδικής φωνής. Στις νησιωτικές ή παραθαλάσσιες παραδοσιακές κοινωνίες οι καλαντιστές κρατούσαν ομοίωμα καραβιού (στην ηπειρωτική Ελλάδα, αντίστοιχα, είχαν τα ανάλογα με τις επαγγελματικές ασχολίες αντικείμενα), σύμβολο της ναυτικής τους ταυτότητας, κατασκευασμένο από χαρτί και ξύλο και στολισμένο με χρυσόχαρτα ή αυτοσχέδια χρωματισμένα χαρτιά και σχοινιά, βαμβάκι και κλαδιά. Στο καραβάκι αυτό τα παιδιά φύλαγαν τα φιλέματα των νοικοκύρηδων, όλα συμβολικά και με νοήματα: καρπούς για την καλή σοδειά, χριστόψωμα και γλυκίσματα για την ευτυχία, νομίσματα για τον πλούτο. Η αμοιβή δηλαδή ήταν μια πράξη τελεστική –σε καμία περίπτωση φιλανθρωπία–, αφού ο σκοπός της ήταν ευετηριακός∙ η αφθονία των αγαθών στο σπίτι του νοικοκύρη. Στο πνεύμα λοιπόν προσφοράς και ανταπόδοσης καθαγιαζόταν και το καράβι, κατεξοχήν μέσο βιοπορισμού, και μαζί οι θάλασσες, που θα εξασφάλιζαν την ασφαλή επιστροφή των ναυτικών» σημειώνει η Νικολέττα Περπατάρη υποψήφια Διδάκτωρ Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Συνυφασμένο με αποχωρισμούς και δυσάρεστες αναμνήσεις, όπως επισημαίνει ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος, αλλά και ως τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, το καράβι δεν θα μπορούσε να συμβολίσει οικογενειακές συνεστιάσεις θαλπωρής, με παρόντα όλα τα μέλη, ή να τονώσει το οικογενειακό αίσθημα. Για το λόγο αυτό, το καράβι σπάνια αποτέλεσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπιτιών τα Χριστούγεννα.
Εντούτοις, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συζητήθηκε έντονα στη χώρα μας το ζήτημα κατάργησης του χριστουγεννιάτικου δέντρου και αντικατάστασής του από το καράβι, δεδομένου ότι αυτό συνδύαζε την παράδοση με την οικολογική συνείδηση. Το ζήτημα βεβαίως δεν ήταν τόσο απλό, καθώς παρουσιάστηκε αδιάσειστη επιχειρηματολογία και από τις δύο πλευρές, με αναφορές σε οικολογικά ζητήματα και προτάσεις από ειδήμονες για χρήση φυτών και δέντρων, πλην του ελάτου. Τα μύρτα, τα σκίνα, οι κουμαριές, η ερυθρελάτη και το καραβάκι με τη γοργόνα προτάθηκαν ως εναλλακτικοί τρόποι χριστουγεννιάτικου στολισμού, άλλοτε με επιχειρήματα με οικολογικό ενδιαφέρον, εφόσον η πλούσια χλωρίδα της ελληνικής γης δεν περιορίζει στην αποκλειστική επιλογή του ελάτου και άλλοτε με ένα εμφανές πάθος για τη στατική κατάσταση της παράδοσης. Το καραβάκι άρχισε λοιπόν να υποκαθιστά το δέντρο ακόμη και σε στολισμούς πλατειών.
Η αντίθετη άποψη ακουγόταν χαμηλόφωνη και μάλλον παράφωνη, άλλο εάν τελικά δικαιώθηκε μακροπρόθεσμα. Η προσέγγιση της πλευράς αυτής στηρίχθηκε στο θέμα της λανθασμένης κοινής αντίληψης για την καταστροφική υλοτομία των ελάτων, στην ελεγχόμενη καλλιέργεια δέντρων, με αποκλειστικό σκοπό την κοπή και τη χρήση για το χριστουγεννιάτικο στολισμό και στο ισχυρό επιχείρημα της εξ Ανατολής καταγωγής του δήθεν ξενικού για τα ελληνικά δεδομένα εθίμου. Την ίδια άποψη υποστήριξε και ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος, τονίζοντας τον αιώνιο αναβλαστικό συμβολισμό του χριστουγεννιάτικου δέντρου, τον σχετικό προς το αναγεννητικό περιεχόμενο της θρησκευτικής γιορτής και εξαίροντας τη σημασία του δέντρου, ως θεμελιωτικού παράγοντα σπουδαίων για την οικογένεια εννοιών. Πράγματι, το χλωρό κλαδί πάντα έμπαινε στο ελληνικό σπίτι τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, για να φέρει την ελπίδα για την καινούρια ανθοφορία. Για τον παραδοσιακό άνθρωπο, εξ άλλου, η λαμπρότητα, ο εξωτισμός, το φαντασμαγορικό θέαμα, η γραφικότητα και η τελετουργικότητα αποτελούν τεκμήρια αποδοχής, υιοθέτησης βίωσης και αναβίωσης εθίμων.
Καθώς λοιπόν τόσο το καράβι όσο και το δέντρο έχουν ρίζες στην ελληνική παράδοση και ικανοποιούν συνάμα τη λαϊκή ψυχή, η οποία καθορίζει τελικώς και την τύχη των στοιχείων ενός παραδοσιακού πολιτισμού, θα μπορούσαν να συνυπάρξουν, ανάλογα με την αισθητική του καθενός. Και κλείνουμε με την τοποθέτηση του καθηγητή Λουκάτου: «…το καράβι δεν θα πρέπει (ούτε μπορεί) ν’ αντικαταστήσει ολότελα το δέντρο, ως χριστουγεννιάτικο σύμβολο. Το καράβι συντρόφευε παλιότερα, σαν φαναρένιο φωτισμένο τεχνούργημα, τα κάλαντα των παιδιών, στα νησιά. Αντίστοιχα, τα παιδιά της στεριάς και των βουνών τεχνουργούσαν φωτισμένη βυζαντινή εκκλησία, που την έλεγαν Αγιά Σοφιά. Το κλαδί και η πρασινάδα υπήρχαν πάντα στη γενική διακόσμηση των σπιτιών. Ώστε το λεγόμενο “ξενόφερτο” χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν μια πολιτιστική (και εμπορική) τελειοποίηση της γενικής αγάπης των χειμερινών ωρών προς το πράσινο (κάθε άλλο παρά προς το καράβι και τη θάλασσα).
«Δεν μπορούμε λοιπόν να καταργήσουμε το οποιοδήποτε σχηματικό δέντρο (…), πολύ περισσότερο που οι ευχετήριες κάρτες μας έρχονται απ’ όλον τον κόσμο με το συμβολικό δέντρο. Πώς θα εξηγήσουμε στα παιδιά την αντίφαση; Ας μένουν παράλληλα τα διακοσμητικά καράβια (…) χωρίς ανταγωνισμό, και “εκτόπιση” του παγκόσμια αποδεκτού δέντρου».
Η αγωνία των ναυτιλομένων αποτυπώνεται, όπως είναι φυσικό στις συνήθειες της καθημερινής ζωής, της λαϊκής λατρείας, στα τραγούδια και τις παραδόσεις, ακόμη και στα παραμύθια που συνήθως δεν επηρεάζονται από την παράμετρο τόπος. Η λειψανδρία, η ξενιτιά, οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές συντελούν στην δημιουργία μιας σειράς εθίμων και λαϊκών εκδηλώσεων που σκοπό έχουν να εξευμενίσουν τις δυνάμεις του κακού.
Το καλό ή κακό ποδαρικό είχε μεγάλη σημασία για το ξεκίνημα των ναυτικών όπως και η παρακολούθηση του φεγγαριού για το κόψιμο του «κερεστέ» (ξυλείας) ναυπηγικής, η επιλογή της ημέρας για το «ρίξιμο» στη θάλασσα του νέου καραβιού ή για να ΄ναι καλοτάξιδο. «Πώς να μην είναι δεισιδαίμων κανείς ...... όταν παλαίη με το άγνωστον και δεν ηξεύρη αν αύριον θα επιπλέη ή θα ποντισθή!», θα γράψει ο Παπαδιαμάντης.
Η μαντική με ποικίλους τρόπους (με το αβγό ή με το εικόνισμα) είναι συνηθισμένη πρακτική για τις οικογένειες κυρίως των ναυτικών, αφού εξαντληθεί η υπομονή της προσμονής και οι προσευχές στα ξωκκλήσια. Η θρησκεία και οι λατρευτικές εκδηλώσεις αποτελούν ασφαλές καταφύγιο για τους ανθρώπους που βρίσκονται συχνά σε κίνδυνο.
www.kykladesnews.gr
ΠΡΟΣΦΟΡΑ -50% σε όλα τα βιβλία μας
Πριν από 3 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου