Και αν γέρασε και πάλιωσε, τη χάρη της και την αρχοντιά της την κρατά, γιατί τα σπίτια, λένε, πως πεισματώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις
Η Γαλήνη, το βικτοριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της προσωρινής κατασκήνωσης: αυτής της πραμάτειας που πήρα τη συνήθεια να νομίζω πως δεν κατασκευάζεται πια. Είχε και ένα μουσικό κασονάκι με πέντε-έξι σκοπούς της εποχής που οι παππούδες μας ήταν ώριμοι άντρες. Γ. Σεφέρης. Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη, 27 Δεκεμβρίου 1949.
Η βίλα Γαλήνη, η ρομαντική πανσιόν, η κομψή νεοκλασική βίλα που φιλοξένησε συγγραφείς και καλλιτέχνες στον Πόρο ήταν ένα παλιό οικογενειακό σπίτι του 19ου αιώνα, χτισμένο στην κορυφή ενός πευκόφυτου λόφου, είχε μαγευτική θέα προς την πάντοτε ήρεμη λιμνοθάλασσα που σχηματίζεται ανάμεσα στον Πόρο και τον Γαλατά. Το «Κόκκινο Σπίτι», όπως το έλεγαν οι ντόπιοι γιατί είχε ένα σκούρο ρόδινο χρώμα, είχε βεράντες για τη σκιά και μυστικές γωνίες στο κήπο. Φιδογυριστά μονοπάτια οδηγούσαν τους παραθεριστές ως την κατακάθαρη θάλασσα, που σε ορισμένα σημεία της γινόταν σμαραγδένια, από τα πεύκα που έριχναν τη σκιά τους μες στο νερό. Επόπτευε τα πλοία που περνούσαν από την εξαιρετική του θέση. Τις προμήθειες τις έφερναν συνήθως με βάρκες απ’ τον Πόρο. Και το ηλιοβασίλεμα γινόταν κόκκινο και χρυσό κάτι πραγματικά μαγευτικό.
Η «Γαλήνη» ήταν εκ πρώτης όψεως μια ερασιτεχνική προσπάθεια. Το σπίτι ανήκε στην Αμαρυλλίδα Δραγούμη, αδερφή της Μαρώ Σεφέρη. Εκείνη είχε την ιδέα να μετατρέψει το αρχοντικό σε «πανσιόν». Τα οκτώ δωμάτια του σπιτιού στολίστηκαν με οικογενειακά έπιπλα. Οι κοινόχρηστοι χώροι επίσης. Τα βάζα είχαν κάθε μέρα μπουκέτα ολόκληρα φρέσκα λουλούδια. Τα σεντόνια και οι λινές πετσέτες κεντητές μάρκες. Οι καμαριέρες ήταν ελαφροπάτητες ευγενικές και πάντοτε...εν στολή. Ο Πλάτων Καράββας, παλαιός χρηματιστής και φανατικός κηπουρός έφτιαξε μέσα σε λίγο καιρό ένα μαγευτικό περιβόλι.
Μόλις τελείωσε η Γαλήνη, όπως αφηγείται η Άλεξ Ζάννου, εγγονή της Ιουλίας Δραγούμη, αμέσως γέμισε. Η οικογένεια, οι συγγενείς, οι καλεσμένοι, πηγαινοερχόταν συνεχώς. «Δε θυμάμαι φορά που να μην κάθισαν τουλάχιστον δέκα άτομα στο τραπέζι της τραπεζαρίας, χωριστά τα παιδιά και η υπηρεσία στην κουζίνα. Πάνω από χίλιοι άνθρωποι πέρασαν από τη Γαλήνη. Συχνά η Ιουλία Δραγούμη δάνειζε τη Γαλήνη σε νιόπαντρα ζευγάρια, συγγενών και γνωστών, για το μήνα του μέλιτος. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε το σπίτι μια φορά και κάθισε στο μαρμάρινο κιονόκρανο στην ανατολική γωνιά της ταράτσας.
Τα σχέδια του σπιτιού ανατέθηκαν στον Αναστάσιο Μεταξά, έναν από τους καλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής. Το κτήμα κόστισε 150 χρυσές δραχμές της εποχής και το σπίτι με την ταράτσα και την επίπλωση 60.000 χρυσές δραχμές. Η ταράτσα χρειάστηκε πολλούς και δαπανηρούς εκβραχισμούς, καθώς και επιχωματώσεις με χώμα που μεταφέρθηκε από άλλα σημεία.
Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1894. Τοποθετήθηκε και ένα ηλιακό ρολόι έξω από το BOW WINDOW του σαλονιού (κλάπηκε προ μερικών ετών), καθώς και το όνομα “ΓΑΛΗΝΗ”. Το όνομα διάλεξε η Ιουλία λόγω της άκρας ηρεμίας της θάλασσας στον κόλπο του Πόρου, ιδίως νωρίς το πρωί.
Η ασπροκίτρινη πέτρα που χρησιμοποιήθηκε για τα αγκωνάρια ήλθε από την Αίγινα. Η κοκκινωπή πέτρα στη βάση του σπιτιού και στη μεγάλη σκάλα προέρχεται από το νταμάρι του Πόρου. Οι μαλτεζόπλακες στα μπαλκόνια και την ταράτσα αγοράσθηκαν στην Αθήνα, αλλά τις έφερναν τότε από τη Μάλτα.
Το σπίτι φωτιζόταν με λάμπες πετρελαίου και οινοπνεύματος στο κάτω πάτωμα, στις κρεβατοκάμαρες είχε κεριά και στη γωνιά της σκάλας μια κανδήλα που έκαιγε όλη τη νύχτα. Η κανδήλα ήταν ένα ποτήρι με νερό και δύο δάχτυλα λάδι και το φιτίλι καμωμένο από ένα φυτό που το λένε κοινώς λυχναράκι ή λουμίνι και που το επιστημονικό του όνομα είναι “Βαλλωτή” ή “Λυχνίτης”. Φυτρώνει στα γύρω βουνά.
Όλη η διαμόρφωση του περιβολιού και του βουνού σχεδιάσθηκε από το Δημήτρη Δραγούμη. Είχε φέρει από την Ιταλία ειδικά περιοδικά, διότι, όπως ήταν τότε η μόδα για τα εξοχικά σπίτια, η Γαλήνη είναι νεοκλασικό κτίσμα, τύπου ιταλικής βίλας. Σιγά-σιγά, εκεί που είχε μόνο βράχια, σκαμμένα χώματα, θάμνους και αγκάθια, κτίστηκαν ξηρότοιχοι, ανοίχτηκαν μονοπάτια και φυτεύτηκαν λουλούδια.
Στο βουνό υπήρχαν χαρουπιές, σχίνα, θυμάρια, μυρτιές, κουνουκλιές, αγριοελιές κ.ά. Πολύ λίγα ρείκια, διότι το χώμα δεν είναι κατάλληλο, μεταφέρθηκαν όμως πολλά ρείκια από άλλες περιοχές του Πόρου και το φθινόπωρο το βουνό ήταν διάσπαρτο από ανθισμένους λιλά μυρωδάτους θάμνους. Μόνο τρία έχουν μείνει. Τα κυκλάμινα (CYCLAMEN GRAECUM), είναι το είδος που έχουμε, υπήρχαν πάντοτε αυτοφυή στο βουνό, αλλά έφεραν και άλλα από τον Προφήτη Ηλία του Πόρου. Ευδοκιμούν στη Γαλήνη καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο λουλούδι.
Ο δρόμος σταματούσε στην πόρτα του περιβολιού. Μπροστά στο σπίτι είχε βραχάκια, μία εξέδρα που προχωρούσε αρκετά μακριά μέσα στη θάλασσα για να πλευρίζουν οι βάρκες και πιο δυτικά μια μικρή αμμουδιά με ταμαρίσκους. Η ξύλινη καμπίνα, όπου με μεγάλη επισημότητα φορούσαν τα μπανιερά τους και ξαναντυνόντουσαν μετά το μπάνιο, στηριζόταν με πασσάλους μέσα στη θάλασσα. Μετά το 1920 καταργήθηκε, αφού οι “μοντέρνοι καιροί” δε θεωρούσαν πια άσεμνο να κατεβείς από το σπίτι έτοιμος για βουτιά.
Ο Σεφέρης ήταν από τους πιο τακτικούς παραθεριστές. Στην ηρεμία της «Γαλήνης» ξεκαθαρίζει τα χαρτιά του για τον Καβάφη. Εκεί σημειώνει τις σκέψεις του για το ναυάγιο της «Κίχλης» (η Κίχλη ήταν ένα μικρό βοηθητικό πλοίο του στόλου το οποίο άραζε συνήθως μπροστά στο σπίτι). Από το ρομαντικό σπίτι που γνωρίζει δόξες στη δεκαετία 1950-60 περνούν όμως και άλλοι. Αδελφός της Καράββα είναι ο ζωγράφος Αντωνιάδης από την Πόλη. Ο ίδιος όπως και η ανηψιά της Έλλη Σολομωνίδη ζωγραφίζουν το παλιό αρχοντικό σε όλη του την αίγλη και απ’ όλες τις απόψεις του. Ανάμεσα σε άλλους ο Κώστας Παρθένης, ο Καραγάτσης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας και ο Μίλτος Σαχτούρης. Από ξένους ο Γεώργιος Χόρτον, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Χένρι Μίλερ, η Γκρέτα Γκάρμπο, ο Τζέιμς Μέριλ, ο Πήτερ Γκρέι που απολαμβάνουν «τη μοναξιά και τη σιγαλιά της τοποθεσίας».
Το βιβλίο επισκεπτών
Όταν η «Γαλήνη» έκλεισε η Μαρίκα Καράββα έβρισκε χαρά να διηγείται για τις μέρες του Πόρου στα νέα παιδιά. Ο πιο πιστός ακροατής της ήταν ο Στάθης Βλαχάκος. Συνδεόταν με την οικογένεια του φιλικά. Τον ήξερε από μικρό. Και καθώς τον ενδιέφερε η ζωγραφική, όπως και η μουσική και η λογοτεχνία, του έλεγε ιστορίες ατέλειωτες για τα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί. Για τους ξένους καλλιτέχνες για τους Έλληνες συγγραφείς. Για τις κουβέντες που έκαναν κάτω από το φεγγαρόφωτο στη βεράντα και τέλειωναν όταν καμιά φορά στην άλλη άκρη του ορίζοντα άρχιζε να χαράζει η αυγή.
Πολλές φορές φυλλομετρούσε μαζί του το «λεύκωμα» κι έδειχνε μία μία τις σελίδες στις οποίες διάσημοι παραθεριστές είχαν σημειώσει δυο λόγια ή είχαν κάνει κάποιο σκίτσο που συνόψιζε τις εμπειρίες του ελληνικού καλοκαιριού. Ένα μαβί βουνό, διάφανο, όπως γινόταν καμιά φορά τα βουνά τ’ απέναντι από τον Πόρο. Ένα φλογάτο ιβίσκο, με όλη την ένταση του αυγουστιάτικου πρωινού.
Στη «Καθημερινή» στις 19 Ιουνίου 1988 δημοσιεύεται μέρος του λευκώματος. Μια ζωγραφιά του Τσαρούχη με έναν ναύτη ασκεπή, στίχοι του Σεφέρη. Ο Καραγάτσης έχει βάλει το 1958 την εντυπωσιακή υπογραφή του. Θεσπέσιο να μένεις στη «Γαλήνη» κι ακόμα ωραιότερο να ξαναγυρίζεις» - γράφει ο Άγγελος Γριμάνης τον Αύγουστο του ’51. Ο Γιώργος Αθάνας σημειώνει εμμέτρως: «Όποιος έρχεται στον Πόρο τ’ όνειρο του ξεδιλύνει και λαμβάνει θείο δώρο την ξενία στην Γαλήνη...»
Η Δόμνα Σαμίου άγνωστο από ποια παρόρμηση της στιγμής έχει τον Οκτώβριο του 1957 σημειώσει σε βυζαντινή παρασημαντική πα, βου, γα, δε, κε, ζω, νι, πα. Κι από κάτω δύο στίχους του Σεφέρη: «Το δάσος στέκει ρηγηλό της νύχτας αντιστήλι κι είναι η σιγή τάσι αργυρό που πέφτουν οι στιγμές...» Η Μαρία Καλλιγά, η Ειρήνη Ηλιοπούλου, η Μαρία και η Ελένη Λεβίδη, η Ειρήνη Μπογδάνου, η Ειρήνη και ο Κώστας Μαλάμος, ο ζωγράφος Καρποντίνης, ο Ν.Α. Πρωτονοτάριος, ο Λάμπρος Ευταξίας υπογράφουν στο βιβλίο μαζί με την Άλις Τόμσον, τον Γιώργο Συρίγο, τον Ντέσμοντ, τον Άντονυ Μέρφυ, τον Μύλλερ. Και κάποιες μέρες του 1954, ο Γιάννης Τσαρούχης έχει ζωγραφίσει έναν ναύτη με θερινή στολή...
Το σπίτι κοντά στη θάλασσα, η ρομαντική βίλα Γαλήνη, γλύτωσε από πολέμους, πληγώθηκε από τις πυρκαγιές και «στερήθηκε» πολλά από τα ιστορικά της κειμήλιά στη κλοπή του 2004. Σήμερα αποτελεί ιδιωτική κατοικία. Και αν γέρασε και πάλιωσε, τη χάρη της και την αρχοντιά της την κρατά, γιατί τα σπίτια, λένε, πως πεισματώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις.
Πηγή: http://culture.ana-mpa.gr/view1.php?id=5395
Από την εφ. ΤΑ ΝΕΑ για τον Φερλινγκέτι
Πριν από 4 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου