Η πατμιακή κοινωνία από τον 16ο ώς και τον 19ο αιώνα και η ενασχόληση των κατοίκων με το εμπόριο, κυρίως με την Ολλανδία
Tου Σπ. Ι. Ασδραχα* http://news.kathimerini.gr/
Είμαστε στην Πάτμο, 25 Μαρτίου 1798. Ο «κύριος Ιωσήφ Γκίλλης ομού και η σύζυγός [του] κερά Μαρία, βουλόμενοι υπανδρεύσαι» τον «φίλτατον» γιο τους κύρ Αντώνιο «μετά της τιμιωτάτης κυρίας Αννης, θυγατρός του κυρίου Φρανζή Ξένου και της μακαρίτιδος κυρίας Μαρίας Καρπερή», τον προικίζουν με ακίνητα και κινητά, για τα οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Ας σημειώσω όμως από τώρα ότι το τεκμήριο αυτό το έχουν εκδώσει ο Στυλιανός Παπαδόπουλος και ο Χρυσόστομος Φλωρεντής στη συλλογή τους «Κείμενα για την Τεχνική και την Τέχνη» (1990), αντλημένη από τα αρχεία της μονής του Θεολόγου στην Πάτμο: multum in parvo για τη φυσιογνωμία της πατμιακής κοινωνίας από τον 16ο ώς και τον 19ο αιώνα.
Το οικογενειακό Γκίλ (λ) ης δεν το ανευρίσκω στο πατμιακό ονοματολόγιο. Τούτο (αν και δεν θα το αποδεχόμουν) οφείλεται ίσως στις χρονικές τομές με τις οποίες έχει συγκροτηθεί αυτό το ονοματολόγιο. Ο ίδιος ο Ιωσήφ Γκίλλης (που δεν είναι ο συντάκτης του προικοδοτικού εγγράφου) υπογράφεται και «βεβαιώνει» στα ιταλικά: Giuseppe Gillis Consol affermo (Gillis και όχι Gilli, όπως θα ήθελε ένας πλήρης -όχι όμως γενοβέζικος- εξιταλισμός). Νομίζω ότι είναι έπηλυς αλλά στεριωμένος οικονομικά και κοινωνικά στην Πάτμο. Είναι ο «κόνσολος βρεταννικός» της απογραφής της Πάτμου στα 1827 (;). Συμβαίνει το αντίθετο με την οικογένεια του πεθερού, του Φρανζή ή Φραζή Ξένου.
Δεσμοί
Πρόκειται για μια ντόπια οικογένεια, για την οποία οι πρώτες γνωστές μνείες κατεβαίνουν στα μέσα τουλάχιστον του 16ου αιώνα (ένας τους πεθαίνει στη Βενετία το 1552), μία από τις 13 που διατήρησαν σταθερά το οικογενειακό τους όνομα με «εκρηκτικότερο» μεταγενέστερο απόγονο τον πολυτάλαντο ρέκτη Στέφανο Ξένο, συγγραφέα ανάμεσα στα άλλα της μυθιστορίας «Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως» (1821 Σμύρνη, 1894 Αθήνα) που από τον πλούτο περιέπεσε στην πενία.
Οι Ξένοι μοιράζονταν ανάμεσα στον «λευιτισμό» και στην οικονομία ή μετείχαν σ’ εκείνον και σε κείνη. Ο Φρανζής ήταν γιος του Νικολάου και της Αννας Ατζαλή: ο ίδιος και ο αδελφός του Ποθητός (μάλλον ο δευτερότοκος) ήταν έμποροι κατά το δεύτερο μισό του 18ου και του αρχόμενου 19ου αιώνα: οι άλλοι δύο αδελφοί, ο Θεοδόσιος και ο Γρηγόριος, ήταν μοναχοί (ο πρώτος ανακατευόταν με κάποια μορφή εμπορίας, ο δεύτερος ήταν ταξιδευμένος). Ο Ποθητός στα γεροντάματά του έγινε «αδελφός» της μονής του Θεολόγου (όπου και εναπόθεσε το φέρετρό του πολύ πριν πεθάνει) · ο Φρανζής παρέμεινε «κοινολαΐτης», όπως κάπου υπογράφεται. Από την πατρογονική τους γραμμή συγγενεύουν με τους Ξένους του Αμστερνταμ και της Σμύρνης: είναι θείοι τους, τέκνα ενός αδελφού του πατέρα τους (Στέφανος, Εμμανουήλ, Γεώργιος) και πρόσωπα ισχυρά. Εκείνοι, των οποίων γνωρίζουμε το έτος του θανάτου κορακοζώητοι: Θεοδόσιος 1819 «γηραιός και παλαιός γεγονώς ημερών» · Ποθητός 1827 «εκατοντούτης που γενόμενος» · Γρηγόριος 1832 «υπέργηρος ών» (είχε από τα νιάτα του στους «διδύμους εν φούσκωμα» · στα γηρατειά του το παθός «ογκώθη ως ασκός […] θέαμα ελεεινόν»).
Αυτά από το θανατολόγιο της μονής. Του «κοινολαΐτη» Φρανζή δεν γνωρίζω την ώρα του θανάτου. Είναι μια οικογένεια με δεσμούς, αλλά το κάθε μέλος διαδραματίζει τον δικό του αυτόνομο ρόλο: μοιράζονται τα πατρογονικά και μητρογονικά αγαθά, αποσπούν τμήματά τους με δωρεές ή προικοδοσίες πριν από την οριστική διανομή, προστατεύουν τα άγαμα αρσενικά μέλη, φροντίζουν να παντρέψουν τα θηλυκά με γόνους οικογενειών σαν τη δική τους, αφού προσθέσουν στη μητρική τους προίκα αγαθά που απέκτησαν οι πατέρες, τμήμα του πλούτου που τους έφερε το «νεγότζιο». Ετσι έγινε και με τη θυγατέρα του Φρανζή. Ο πεθερός της, όμως, ο «κόνσολος» είναι ένας καλός μάρτυρας των διαφοροποιήσεων της πολιτισμικής ώσμωσης. Το «προικοσύμφωνο», συνταγμένο από έμπειρο «καντζιλιέρη» (θα μπορούσε και από έμπειρο ιερέα) κάνει λόγο για το οίκημα και την οικοσκευή του που προικοδοτεί ο Κόνσολος (προφανώς υποπρόξενος) στον γιο του.
Η Σκάλα και η Χώρα
Ας μη μας ξενίσουν τα παραδοσιακά (κυρ και κερά) προσηγορικά και τα νεοπαγή (κύριος και κυρία· αλλού θα λέγαν σιορ [signore] σιόρα [signora]: σιόρ πάρες και σιόρα μάρε στα Εφτάνησα): έχουν γίνει ήδη «μοντέρνα», με την αρχική σημασία της λέξης (hodierna δηλαδή σύγχρονα). Ας συγκρατήσουμε ότι το οίκημα με τους ακάλυπτους χώρους του, περιτειχισμένο και με «πορτόνι» (σπίτι, «εις το οποίον ευρίσκονται δύο ανώγεα και κατώγεα δύο […] με το προαύλιόν του»), βρίσκεται στη Σκάλα (στο λιμάνι) και όχι στη Χώρα, στον οικισμό που είχε από πολύ παλιά αναπτυχθεί στους πρόποδες της μονής, ένα είδος «ξώμπουργου» (μόνο που ο «μπούργος», αλλοιώς ο πύργος ή ο «γουλάς» ήταν μοναστικός, αλλά και καταφύγιο των λαϊκών). Η Σκάλα εξοικίζεται αργότερα, αρχικά δεν είχε παρά μαγαζιά, δηλαδή αποθήκες· μάλλον με την πάροδο του χρόνου και «εργαστήρια», αλλιώς επαγγελματικές στέγες. Το σπίτι του Ιωσήφ Γκίλλη, που το κληροδοτεί στον γιο του, γειτονεύει με το «εργαστήρι» ενός λογίου, του Δανιήλ Κεραμέως (Τζικαλά τουτέστι Τσουκαλή που εξαρχάισε, όπως οι Ουμανιστές, το όνομά του). Ισως απ’ αυτό το σπίτι ονομάστηκε μια περιοχή της Σκάλας, το Κονσολάτο. Ας δούμε όμως την οικοσκευή, τον σηματοδότη της διαφοροποιούμενης πολιτισμικής ώσμωσης. Ας παραβλέψουμε προς το παρόν τα πιατικά, τα φωτιστικά, τους καθρέπτες: «τρία σκρίνια εγγλέζικα», «δώδεκα καρέγλες ολλανδέζικες», «ταβλίνια εγγλέζικα δύο», «πεσκίρια της Ολλάνδας τρία», «τρία τραπεζομάνδηλα όμοια» (συνεπώς τρώγανε σε τραπέζι και όχι σε σοφρά, καθήμενοι σε καρέκλες), «έξη μπαούλα, τα τρία εγγλέζικα και τα τρία της Ιταλίας», «τέσσερα τουφέκια εγγλέζικα». Δεν εξαντλούν, βέβαια, τα είδη αυτά την οικοσκευή.
Επιμένω στους προσδιορισμούς «εγγλέζικα» και «ολλανδέζικα»: αυτές οι προελεύσεις σηματοδοτούν τη διαφοροποίηση της πολιτισμικής ώσμωσης που ροκανίζει την κυριαρχία της Αδριατικής. Οι «βόρειοι», βέβαια, έχουν πρωτεύοντα ρόλο από παλιά (αυτοί είναι οι αίτιοι της επέκτασης της σταφιδοκαλλιέργειας): όμως στον 18ο αιώνα οι ντόπιοι μετέχουν ενεργητικά στο εμπόριο, κυρίως της Ολλανδίας, ως εξαγωγείς και μάλιστα ως έποικοι. Ο Φρανζής Ξένος δεν ανήκει στο κύκλωμα αυτό, είναι, όπως και ο αδελφός του, ο Ποθητός, άνθρωποι της Αδριατικής, του «κόλφου» της Βενετιάς. Τα ίδια χρόνια ένας Πατινιώτης, βοηθός αρχικώς του Κοραή στο Αμστερνταμ και πολέμιος, γιατί δεν μπορούσε να συγχωρέσει το «μοντερνισμό» του Χιώτη διανοούμενου, πλουτίζει και επιστρέφει στη γενέτειρα μεταφέροντας για την οικοσκευή του βαρύτιμα έπιπλα, ορατά ήδη στον 20ό αιώνα: δεν ξέρω αν μετέφερε και ιδέες.
Η πολιτισμική διαφοροποιημένη ώσμωση στην οποία αναφέρομαι δεν είναι αποκλειστικά υπόφορη στη σύνθεση του εμπορίου των χωρών που εξήγαγαν τα αγαθά τους στην Ανατολική Μεσόγειο: προϋποθέτει μια δεκτικότητα και μια επιλεκτική προσαρμογή στα ηγεμονικά πρότυπα· ο συγχρωτισμός, η μίμηση, η οικονομική μεγέθυνση, η διατήρηση της ετερότητας συνιστούν τον μηχανισμό της μερικευμένης προσαρμογής. Ας ξαναγυρίσουμε στο προικοσύμφωνο.
Καταγραφές
Τα υπόλοιπα πολυάριθμα σκεύη του σπιτιού είναι σχεδόν τα ίδια με εκείνα που συναντάμε σε αντίστοιχες καταγραφές, κάποια σε μεγαλύτερες ποσότητες, όπως τα πιατικά, τα φλιτζάνια, τα μαχαιροπίρουνα («24 φλιτζάνια», «144 πηρουνοκούτελα και μαχαίρια ασημένια φράγκικα», «δώδεκα φλιτζάνια με το πιατάκι τους διά το τζάι, εξήντα φλιτζάνια φαρφουρένια [= από πορσελάνη] διά τον καβέ»). Δεν απουσιάζουν τα κοσμήματα, χρυσά και ασημένια, και τα υφάσματα, ούτε το ρολόι του τοίχου. Τα σκεύη μαγειρικής δεν μετριώνται, αλλά ζυγίζονται: «τρία καντάρια [1 καντάρι = 44 οκάδες] μπακιρικά, ήγουν καζάνια, τέτζερα και [μ] πακιρένια σαχάνια». Και το ειδοποιό στοιχείο: «δύο βιβλιοθήκες με πεντακόσιους τόμους μικρούς και μεγάλους, τα περισσότερα χρυσόδετα» - ειδοποιό στοιχείο αλλά όχι ασύνηθες. Δεν νομίζω ότι τμήμα του πλούτου αυτού προορίζεται να γίνει εμπόρευμα: είναι ο πλούτος του οίκου, προορισμένος να μείνει σταθερός, να αναδιανεμηθεί σε προίκες, εφόσον τούτο το επιτρέψει η αδιάκοπη ευημερία της οικογένειας.
Τα σκεύη αυτά και ο προορισμός τους υποδεικνύουν έναν βολταιρικό honnte homme - άλλο πράγμα, δηλαδή κοινωνικό τύπο, από τον «έντιμο πραγματευτή». Τον Ιωσήφ Γκίλλη θα μπορούσαν οι Πατινιώτες να τον χαρακτηρίσουν ως «άρχοντα»: θα έλεγα ότι ήταν ένας «αστός» που χαίρεται τη ζωή εκλεπτύνοντας το «γούστο» του - ένα δείγμα αστού μέσα στην πολυτυπία των αστών.
Δεν γνωρίζω το προικιό της συζύγου του: αν κρίνω από το αντίστοιχο των πρωτοξαδελφάδων της, θα κυριαρχούνταν από τα είδη που στόλιζαν το σπίτι και το γυναικείο σώμα και αντιπροσώπευαν μεγάλο τμήμα των αγαθών που έφερνε στο νησί το «μέσα ταξίδι», το ταξίδι στα λιμάνια της Αδριατικής: Βενετία, Αγκόνα, Σενιγάλια, Τριέστι κι ακόμη η Μεσσήνη και η Νάπολη: ο Φρανζής Ξένος, όπως και ο αδελφός του ο Ποθητός, επιδίδονταν σ’ αυτή την εμπορική διακίνηση που ένωνε τα δύο τμήματα της Μεσογείου. Δεν μετακινήθηκαν ή προσανατολίστηκαν στην Ολλανδία, όπως οι συγγενείς τους και άλλοι - ανάμεσά τους πάροικοι της Βενετιάς. Με δυο λόγια, μεσογειακές εμμονές και αναπροσανατολισμοί με οικονομικά κίνητρα και πολιτισμικά αποτελέσματα. Τα στολίδια του σπιτιού και του σώματος, μεταρσιούμενα στην πολυτιμότερη πρώτη τους ύλη, το χρυσάφι, μεταρσίωναν επίσης και τη συλλογική ευαισθησία:
Ξύπνα διαμάντι και ρουμπί και αφρέ του μαλαμάτου|
πόχω δυο λόγια να σου πω του παραπονεμάτου.
* Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.
Από την εφ. ΤΑ ΝΕΑ για τον Φερλινγκέτι
Πριν από 4 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου