Αιολικά στις βουνοκορφές του Αιγαίου;

Λέμε ΟΧΙ, Ενημερώσου, Πάρε θέση

[Kάνε κλικ στη φωτογραφία για να διαβάσεις το κείμενο]
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

20 Μαΐ 2008

Τα Μουσεία δεν είναι αποθήκες


Άρθρο της ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΡΜΟΥ Το ΒΗΜΑ, 18/05/2008 , Σελ.: C03
Κωδικός άρθρου: B15361C031
ID: 294593

Η εποχή τού «κάθε χωριό και γυμναστήριο, κάθε γειτονιά και ΚΑΠΗ, αλλά και... κάθε πόλη και μουσείο» ήρθε. Αλλά όχι ακριβώς όπως αναμενόταν. Στην πορεία η ποσότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με την ποιότητα και τη νίκησε κατά κράτος. Τα οράματα περιορίστηκαν. Και η πραγματικότητα αποδείχθηκε το ίδιο σκληρή όσο και στο παρελθόν. Τότε που υπήρχαν λιγότερα μουσεία στην Ελλάδα αλλά πάντα με προβλήματα. Στον αριθμό των 228 φθάνουν σήμερα τα δημόσια μουσεία και συλλογές (μερικά είναι σε φάση κατασκευής), ενώ τα αιτήματα για τη δημιουργία νέων διαρκώς και πληθαίνουν. Είναι επαρκή όμως αυτά τα μουσεία όσον αφορά τη λειτουργία τους; Πληρούν τις σύγχρονες μουσειακές προδιαγραφές; Τα επισκέπτεται ο κόσμος; Και εν τέλει χρειάζονται τόσα μουσεία;

Διεθνής Ημέρα των Μουσείων σήμερα και οι εορτασμοί βασίζονται στο προφανές: στον ρόλο που διαδραματίζουν τα μουσεία στις σύγχρονες κοινωνίες ως φορείς πολιτισμού, κιβωτοί μνήμης, ναοί στους οποίους υμνούνται τα επιτεύγματα του ανθρώπου στην πορεία της εξέλιξής του. Πίσω από τη βιτρίνα όμως τα προβλήματα έχουν τον πρώτο λόγο.

Δεν είναι λίγες οι φορές τα τελευταία χρόνια που άνθρωποι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έχουν διατυπώσει την άποψη «Οχι άλλα μουσεία!». Δεν είναι περίεργο. Οχι γιατί δεν θέλουν τα μουσεία. Αλλά γιατί η έλλειψη στρατηγικής της πολιτείας ως προς την ίδρυσή τους, αντικειμενικότητας ως προς τη χωροθέτησή τους και κονδυλίων για τη λειτουργία τους δημιουργούν εκ προοιμίου προβληματικούς οργανισμούς. Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και αλλιώς: Λιγότερα και καλύτερα κεντρικά μουσεία ή περισσότερα, μεταξύ των οποίων πολλά μικρά, τοπικής εμβέλειας και με μεγάλες ελλείψεις;

Από τι πάσχουν όμως τα μουσεία;
Η έλλειψη κατάλληλων κτιρίων έρχεται πρώτη. Στην πλειονότητά τους τα μουσεία στεγάζονται σε παλιά κτίρια ή σε κτίρια που είχαν κατασκευαστεί για άλλη χρήση. Επιπλέον τα περισσότερα μουσεία της χώρας είναι μικρά και κατανεμημένα άνισα ανά την επικράτεια. Η παλαιότερη αντίληψη - και από τους ίδιους τους αρχαιολόγους - της ίδρυσης μουσείου δίπλα σε κάθε αρχαιολογικό χώρο είναι ένας λόγος. (Εξαιρούνται φυσικά οι πλέον σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι με τα μουσεία τους, όπως της Ολυμπίας ή των Δελφών). Ενας δεύτερος λόγος είναι η πίεση των τοπικών κοινωνιών για τη δημιουργία μουσείων ανεξαρτήτως αναγκαιότητας και σχεδιασμού του κράτους. Εδώ η πολιτική (ή μικροπολιτική και μικροκομματισμός) διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο.

Το οικονομικό ζήτημα ακολουθεί ως επιστέγασμα όλων. Με τα ελάχιστα κονδύλια που διαθέτει το κράτος για τον πολιτισμό καθίσταται αδύνατη η κάλυψη της λειτουργίας των μουσείων. Ακόμη και για τα ανελαστικά έξοδα γίνεται αγώνας, ενώ η αποθέωση της δυστοκίας έρχεται με τον περιορισμό του ωραρίου λειτουργίας λόγω έλλειψης φυλακτικού προσωπικού.

Η αποθήκη
Υπό τις συνθήκες αυτές η προσφορά των μουσείων της χώρας είναι απολύτως περιορισμένη. Ωστόσο, όπως λέει ο κ. Δημήτρης Κωνστάντιος, αρχαιολόγος, διευθυντής του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και διδάσκων Διαχείριση Μουσείων στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου: «Ενα μουσείο δεν είναι μια ωραία αποθήκη όπου αφήνουμε τα αρχαία. Ο ρόλος του σήμερα είναι πολύ πιο σύνθετος και ουσιαστικός. Πρέπει να προσφέρει γνώση και ψυχαγωγία στους πολίτες, να είναι οικείο και φιλικό στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι το μουσείο πρέπει να παράγει γεγονότα· εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις, διαλέξεις, συνέδρια, περιοδικές εκθέσεις. Επιπλέον καλείται να επιτελεί έναν άλλο πολύ σοβαρό ρόλο: Να αποκαθιστά στα μάτια του κοινού τη χαμένη πραγματικότητα δίνοντας ερμηνεία στα αρχαία που έρχονται στο φως, συνδέοντάς τα με την Ιστορία και τον άνθρωπο. Αυτά δεν μπορούν να τα κάνουν τα μικρά μουσεία. Δεν έχουν τα υλικά μέσα ούτε το απαραίτητο προσωπικό όχι μόνον αριθμητικά, αλλά και ως προς την εξειδίκευση».

Η έλλειψη μουσειολόγων είναι μία ακόμη παράμετρος άλλωστε. Αρκεί να σημειωθεί ότι ολόκληρη η Αρχαιολογική Υπηρεσία διαθέτει μόνον οκτώ επιστήμονες αυτής της ειδικότητας σε μόνιμες θέσεις. Θεωρούνται μήπως άχρηστοι;

«Κατά τη γνώμη μου, κανένα μουσείο δεν λειτουργεί στην Ελλάδα με τον τρόπο που θα έπρεπε» λέει κατόπιν αυτών η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, αρχαιολόγος, κυρία Πολυξένη Βελένη. «Μπορεί να βάζω τον πήχη ψηλά, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Για να είμαι πιο επιεικής, όμως, θεωρώ ότι υπάρχει ένα 10% που λειτουργεί με σύγχρονες προδιαγραφές. Δηλαδή μόνον τα μεγάλα μουσεία» προσθέτει.

Νέα μουσεία
Η εκτίμηση ότι η χώρα χρειάζεται μεγάλα κεντρικά μουσεία άριστων προδιαγραφών και άρτιας λειτουργίας, αντί της πολυδιάσπασης δυνάμεων και κονδυλίων σε μικρές περιφέρειες, φαίνεται να κερδίζει σήμερα έδαφος στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Ελαφρώς διαφοροποιημένη ακούγεται πάντως η άποψη του αρχαιολόγου κ. Νίκου Σταμπολίδη, καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και διευθυντή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης: «Θα διαφωνούσα ασυζητητί με την άποψη ότι δεν χρειάζονται νέα μουσεία. Είναι σαν να μου λέτε "όχι άλλα σχολεία, όχι άλλα νοσοκομεία". Συμφωνώ μόνο αν προστεθεί η λέξη "αλόγιστα". Να μη δημιουργούνται δηλαδή μουσεία αν δεν έχει προηγηθεί προβληματισμός και προγραμματισμός» λέει. Για να προσθέσει ότι η λειτουργία μεγάλων μουσείων στην πρωτεύουσες νομών δεν συνεπάγεται απαραίτητα μεγαλύτερη επισκεψιμότητα. «Αντίθετα, αν οι άνθρωποι επισκεφθούν έναν αρχαιολογικό χώρο μακριά από τις πόλεις, τότε ένα μουσείο μπορεί να είναι περισσότερο χρήσιμο» επισημαίνει.

Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι: Πού μπορεί να οδηγήσει η ίδρυση διαρκώς νέων μουσείων, καθώς οι αρχαιολογικοί χώροι που δημιουργούνται στην Ελλάδα όλο και πληθαίνουν; Είναι σε θέση το κράτος να αντέξει τη λειτουργία τους; Και ποιο το όφελος της μετατροπής της χώρας σε έναν απέραντο μουσειότοπο; Ο κίνδυνος ακύρωσης του συγκριτικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας, που είναι οι αρχαιολογικοί θησαυροί της, με τη χωρίς έλεγχο και πρόγραμμα υπερπροσφορά τους, είναι ορατός. Είναι γνωστό άλλωστε ότι λίγα είναι τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι που προτιμούν οι επισκέπτες. Τα περισσότερα υπολειτουργούν.

Η νοοτροπία
«Χρειάζεται να αλλάξει η νοοτροπία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και η νοοτροπία η δική μας, των αρχαιολόγων» λέει ο κ. Κωνστάντιος. «Διότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι δομημένη και προσανατολισμένη γύρω από τις ανασκαφές και όχι γύρω από τα μουσεία. Πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό ότι δεν μπορούμε μόνον να ανασκάπτουμε και μετά να αποθηκεύουμε τα αρχαία. Πρέπει να τα βγάζουμε προς τα έξω. Μόνο τότε θα φτιάξουμε διαφορετικά μουσεία. Και τότε αβίαστα θα έχουμε και περισσότερο κοινό» προσθέτει.

«Ενα μουσείο μπορεί να γίνει αγαπητό στο κοινό μόνον αν γίνει κομμάτι του παρόντος του» συμπληρώνει η κυρία Βελένη.

Το Δημόσιο
Ο κ. Σταμπολίδης εξάλλου θίγει ένα ζήτημα το οποίο «καίει» στο Δημόσιο: «Σε ένα ιδιωτικό μουσείο δεν προσλαμβάνεται κάποιος λόγω ιεραρχίας ούτε για λόγους μικροκομματικούς, αλλά ανάλογα με τα προσόντα και την αξία του, και παραμένει σε αυτό ανάλογα με τη δημιουργικότητά του. Υπ' αυτήν την έννοια υπάρχουν τεράστιες διαφορές με τα δημόσια μουσεία» θυμίζει.

Παρ' όλα αυτά το υπουργείο Πολιτισμού δεν διαθέτει ικανό αριθμό ανθρώπων για την επάνδρωση των μουσείων. Τεράστιο και εμφανές μάλιστα είναι το έλλειμμα στην κατηγορία των φυλάκων. Στους 1.800 ανέρχονται οι μόνιμοι αρχαιοφύλακες, σύμφωνα με στοιχεία που δίνει ο σύλλογός τους, ενώ 200 εργάζονται με ασφαλιστικά μέτρα και 100 με το πρόγραμμα Stage (Απόκτηση Εργασιακής Εμπειρίας). Ετσι, στο μεν Αρχαιολογικό Μουσείο όπου απαιτούνται 150 άτομα εργάζονται 30 μόνιμοι και άλλοι 80 του προγράμματος Stage, ενώ στην Ακρόπολη όπου απαιτούνται 350 φύλακες υπάρχουν μόνον 15 μόνιμοι και αορίστου χρόνου και άλλοι 100 στον ευρύτερο χώρο.

Γενικότερα όμως οι φύλακες είναι η αχίλλειος πτέρνα των μουσείων όχι μόνον διότι δεν επαρκούν, αλλά και διότι δεν είναι εκπαιδευμένοι κατάλληλα. «Οι φύλακες είναι το "πρόσωπο" του μουσείου. Ο επισκέπτης δεν βλέπει τους επιστήμονες που είναι στα γραφεία τους, αλλά τους φύλακες. Γι' αυτό πιστεύω ότι πρέπει να είναι άτομα υψηλών προδιαγραφών, με πανεπιστημιακή κατάρτιση ει δυνατόν» λέει η κυρία Βελένη.

Αυτοδιοίκηση
Η δυνατότητα αυτοδιοίκησης ορισμένων μεγάλων μουσείων της χώρας, με τη μερική αποκοπή τους από τον ομφάλιο λώρο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, την οποία ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός Πολιτισμού κ. Μιχάλης Λιάπης, είναι δυνατόν να δώσει πραγματικά μια ανάσα στη λειτουργία τους. Προφανώς όμως δεν αρκεί η εφαρμογή του μέτρου μόνον σε δύο μουσεία, όπως αναφέρθηκε, στο Εθνικό Αρχαιολογικό και στο Νέο Μουσείο Ακροπόλεως.

«Τα μεγάλα μουσεία πρέπει να αυτοδιοικούνται και να μην αποτελούν μια κλασική δημόσια υπηρεσία στην οποία ο τελευταίος τμηματάρχης θα μπορεί να ανατρέψει τον σχεδιασμό ολόκληρου του μουσείου. Χρειάζεται να αγωνιστούμε για ένα δημόσιο μουσείο που δεν ταυτίζεται με μια στυγνή γραφειοκρατική υπηρεσία» λέει ο κ. Κωνστάντιος.

Γιατί τα μουσεία είναι δεμένα «χειροπόδαρα» με την κεντρική διοίκηση και η γραφειοκρατία, γνωστή και τερατώδης ούτως ή άλλως, τους απαγορεύει οποιαδήποτε προσπάθεια χάραξης στρατηγικής και άρα τη δυσκολία παραγωγής έργου.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «The Economy of Culture in Europe», η Ελλάδα βρίσκεται στη 13η θέση (επί συνόλου 15 χωρών κατά την εποχή της έρευνας) όσον αφορά τη συμβολή του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα στις εθνικές οικονομίες. Σε ελαφρώς καλύτερη θέση, στην ένατη συγκεκριμένα, βρίσκεται εξάλλου ως προς τους απασχολουμένους στον τομέα του πολιτισμού. Είναι απλοί αριθμοί που δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να «εκμεταλλευθεί» σωστά την κληρονομιά της. Το αίτημα για μια νέα πολιτιστική πολιτική είναι επείγον.

Το κυνήγι των χορηγών
Ολοι θεωρούν ότι ο θεσμός των χορηγιών είναι σωτήριος. Αρκεί ο χορηγός να βρίσκει τον δρόμο προς τον φορέα που επιθυμεί να επιχορηγήσει και εκείνος προς τον χορηγό του. Και δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο. Ο σχετικός νόμος, ο οποίος προσφάτως ψηφίστηκε και άρχισε να εφαρμόζεται, παρουσιάζει μία σοβαρή αδυναμία: ακόμη και για 500 ευρώ που προτίθεται να χορηγήσει κάποιος σε ένα μουσείο - ποσό μικρό μεν, πλην πολύ σημαντικό λόγω της ανέχειας που επικρατεί - απαιτείται να απευθυνθεί στο Γραφείο Χορηγιών. Αλλά ακόμη και τότε δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το συγκεκριμένο ποσό θα αποδοθεί στο μουσείο που βρήκε τον συγκεκριμένο χορηγό. Γιατί;

Το Γραφείο Χορηγιών αποφασίζει για τους αποδέκτες των χορηγιών - κρίνοντας ανάλογα με τις ανάγκες που υπάρχουν ασφαλώς, κανένας δεν το αμφισβητεί αυτό -, μόνον που έτσι οι φορείς του ΥΠΠΟ, τα μουσεία εν προκειμένω, στερούνται τη δυνατότητα ίδιων ενεργειών για την εξεύρεση χρημάτων. Αλλά και οι υποψήφιοι χορηγοί είναι απρόθυμοι να απευθυνθούν στο Γραφείο Χορηγιών του ΥΠΠΟ, όπως έχει φανεί ως τώρα.

Το γεγονός ότι ο νόμος χωλαίνει έχει διαπιστωθεί από πολλές πλευρές και όσο περισσότερο καθυστερεί η διάγνωση του προβλήματος - για την ακρίβεια η παραδοχή του - τόσο αργεί η επίλυσή του ώστε να λειτουργήσει πραγματικά και με το μέγιστο δυνατό όφελος για τους επιχορηγούμενους. Ως τότε η πρόταση που διατυπώνεται από την κυρία Πολυξένη Βελένη - να τεθεί ένα πλαφόν, δηλαδή, κάτω από το οποίο η χορηγία θα μπορεί να γίνεται απευθείας - είναι πολύ λογική.

Ζητούνται επισκέπτες
Είναι θέμα παιδείας το ότι οι Ελληνες δεν πηγαίνουν στα μουσεία; Ή μήπως ευθύνονται και τα ίδια τα μουσεία για αυτό; Σε μια έρευνα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων του υπουργείου Πολιτισμού που έγινε το 2004 φάνηκε ότι το 56,1% των Ελλήνων δεν είχε επισκεφθεί κάποιο μουσείο τα δύο τελευταία χρόνια. Και ας είναι ελεύθερη η είσοδος για πολλές κατηγορίες επισκεπτών, έτσι ώστε το ήμισυ των εισιτηρίων που διατίθενται να είναι δωρεάν.

Περισσότερα πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: