Χάρτης του Άδη
Αρχαιολογικά ευρήματα τεκμηριώνουν τη λήψη μέτρων ώστε να αποτραπεί η επιστροφή από τον κάτω κόσμο
Του Χρ. Γ. Ντουμα* http://news.kathimerini.gr/
Η συμπεριφορά προς τον νεκρό και η διαχείριση του άψυχου σώματός του είναι γνώρισμα του ανθρώπινου είδους, που δεν απαντά σε άλλη κατηγορία ζώων, μηδέ των ανώτερων πιθήκων εξαιρουμένων. Γιατί ο άνθρωπος έχοντας αποκτήσει συνείδηση της ύπαρξής του άρχισε να διακατέχεται και από ανησυχίες πέρα από την εξασφάλιση της καθημερινής του επιβίωσης. Ωστόσο, αδυνατώντας να αποδεχτεί ότι κι αυτός αποτελεί μέρος του φυσικού κόσμου και, συνεπώς, υπόκειται στους νόμους της Φύσης, άρχισε να αναζητεί απαντήσεις σχετικά με την αρχική του προέλευση αλλά και με την κατάληξή του μετά θάνατον. Πολλά φυσικά φαινόμενα, για τα οποία δεν μπορούσε να βρει λογική ερμηνεία, του θανάτου μη εξαιρουμένου, τα απέδωσε σε υπερφυσικές δυνάμεις, που τις ονόμασε θεούς, διαμορφώνοντας έτσι και το πλαίσιο για τη γένεση των θρησκειών. Την παγκοσμιότητα του φαινομένου την βεβαιώνει το γεγονός ότι σε όλες τις μυθολογίες του κόσμου υπάρχει πρόβλεψη για τη μεταθανάτια κατάσταση. Ωστόσο, ούτε οι πιο εξελιγμένες θρησκείες δεν κατάφεραν να απαλλάξουν από τον φόβο που προκαλεί τόσο ο θάνατος ως φαινόμενο όσο και ο ίδιος ο νεκρός. Ακόμη και η χριστιανική θρησκεία, η οποία με αισιοδοξία προσεγγίζει το θέμα του θανάτου διδάσκοντας ότι ο αποθανών «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5: 24), στο βάθος δεν φαίνεται να έχει πείσει τους οπαδούς της. Η λαϊκή πρόληψη, ότι οι νεκροί βγαίνουν τη νύχτα από τον τάφο τους και κυκλοφορούν ως βρικόλακες για να βλάψουν τους ζωντανούς, εξακολουθεί να τρομάζει.
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όπου από πολύ νωρίς καλλιεργείται η ορθολογική σκέψη, δεν υπάρχουν αυταπάτες. Στον Κάτω Κόσμο του Ομήρου, για παράδειγμα, δεν κατοικούν πραγματικά όντα, αλλά «φαντάσματα αποκαμωμένων θνητών» (Οδ. λ: 475). Η μιζέρια εκεί είναι τέτοια, ώστε ο Αχιλλέας αναγκάζεται να ομολογήσει ότι θα προτιμούσε να είναι υπηρέτης ενός φτωχού ακτήμονα επάνω στη γη, παρά βασιλιάς όλων των νεκρών στον Αδη (Οδύσεια λ, 489-491). Τη ζοφερή αυτή εικόνα για τον Κάτω Κόσμο πιθανώς οι ζωντανοί τη σχημάτισαν μέσω των ονείρων, στα οποία προφανώς τους επισκέπτονταν προσφάτως αποδημήσαντα προσφιλή πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά, στερημένα από το φως του ήλιου και τη χαρά της ζωής, και αποχωρισμένα από αγαπημένα τους πράγματα, ασφαλώς δεν ένιωθαν άνετα εκεί όπου είχαν μεταβεί και ενδεχομένως εκδήλωναν φθόνο για τους επιζώντες, που όχι μόνο συνέχιζαν να χαίρονται τη ζωή αλλά και χρησιμοποιούσαν πράγματα τα οποία αυτοί, χωρίς τη θέλησή τους, είχαν αποχωριστεί. Για να αποτραπεί δε ο κίνδυνος να βλάψει ο νεκρός τους ζωντανούς καθιερώθηκαν πρακτικές, με τις οποίες αφ’ ενός εμποδιζόταν η επιστροφή του και αφ’ ετέρου εξευμενιζόταν το πνεύμα του, ώστε να μην επιθυμεί πλέον να βλάψει.
Η λήψη πρακτικών μέτρων για την παρεμπόδιση της επανόδου του νεκρού είναι γνωστή από παραδοσιακές κοινωνίες, τεκμηριώνεται δε και στο αρχαιολογικό πεδίο. Ανάμεσα στα μέτρα αυτά είναι η εκφορά του νεκρού μέσα από ασυνήθιστο άνοιγμα της κατοικίας, είτε παράθυρο είναι αυτό είτε η καπνοδόχος του σπιτιού ή ακόμη και μια τρύπα που ανοίγεται στον τοίχο ειδικά για την περίσταση.
Αμέσως μετά την εκφορά το άνοιγμα σφραγίζεται με χτίσιμο, κατά τρόπο που να μην μπορεί να το εντοπίσει ο νεκρός. Στον ίδιο στόχο φαίνεται να αποβλέπει και η εκφορά του νεκρού με τα πόδια μπροστά, ώστε να μην μπορεί να στρέψει το πρόσωπό του προς τα πίσω και να αποτυπώσει τη διαδρομή. Οπως και για άλλα υπερφυσικά όντα, έτσι και για τους νεκρούς είναι διαδεδομένη η αντίληψη ότι φοβούνται το νερό. Χύνοντας, λοιπόν, νερό γύρω από τον τάφο ή οργανώνοντας τον τόπο ταφής, το νεκροταφείο, στην αντίπερα όχθη ποταμού οι επιζώντες αναγκάζουν τον νεκρό να παραμείνει μακριά από τον οικισμό τους. Αυτήν την αντίληψη φαίνεται ότι εκφράζει ο Αχέρων ποταμός της ελληνικής μυθολογίας ή η Αχερουσία λίμνη, την οποία έπρεπε να διαπλεύσει ο Χάρων με τη λέμβο του διαπεραιώνοντας τους νεκρούς στον άλλο κόσμο. Εκτός όμως από την λήψη πρακτικών μέτρων, η επάνοδος του νεκρού παρεμποδίζεται και με ειδικές τελετουργικές πράξεις, όπως είναι η «περιδιάβαση» (circumambulation) γύρω από τον τάφο.
Αιώνια ακινησία
Ενα άλλο μέτρο που απέβλεπε στο να παρεμποδίσει την επιστροφή του νεκρού φαίνεται πως ήταν και η εξασφάλιση της αιώνιας ακινησίας του. Αυτό επιτυγχανόταν με το σφιχτό δέσιμο της σορού σε πολύ συνεσταλμένη στάση με τα γόνατα κολλημένα στο στήθος και τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο. Στη στάση αυτή, που συνηθιζόταν από την εποχή του Νεάντερταλ έως το τέλος της προϊστορικής αρχαιότητας, ενταφιαζόταν ο νεκρός. Εχει υποστηριχτεί κατά καιρούς, ότι η στάση αυτή συμβολίζει το έμβρυο, με τη μορφή του οποίου δήθεν ο νεκρός επιστρέφει στη μήτρα της Μητέρας Γης. Η θεωρία αυτή, εκτός από το ότι προϋποθέτει γνώση των προϊστορικών ανθρώπων για τη στάση του εμβρύου, είναι εντελώς ατεκμηρίωτη τόσο από τις πηγές όσο και από την αρχαιολογική μαρτυρία και μάλλον απηχεί τις μεταφυσικές αντιλήψεις των εκφραστών της.
Πιο διαφωτιστική φαίνεται είναι η εικόνα που μας δίνουν τα πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία της 3ης χιλιετίας π.Χ. Οι πρωτοκυκλαδικοί τάφοι, με διαστάσεις που σπάνια ξεπερνούν τα 70 εκατοστά σε μήκος και τα 30 σε πλάτος, κατασκευάζονταν με όρθιες πλάκες σαν κιβώτια (κιβωτιόσχημοι) και είχαν κάτοψη σε σχήμα τραπεζίου. Σχεδιάζονταν δηλαδή ακριβώς για να δεχτούν ένα νεκρό σώμα, σφικτά δεμένο σε πολύ συνεσταλμένη στάση, καθώς μαρτυρούν οι σκελετοί που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Είναι προφανές ότι μέσα σε ένα τόσο στενάχωρο τάφο η ακινησία του νεκρού ήταν απολύτως εξασφαλισμένη. Μετά τον εγκλωβισμό του νεκρού στον τάφο, καμιά φορά, επάνω στη σορό του τοποθετούνταν σχετικά μεγάλες πέτρες εξασφαλίζοντας ακόμη περισσότερο την ακινησία του. Μικρή, τέλος, κατασκευή επάνω στη βαριά ταφόπλακα καθιστούσε πιο δύσκολη τη μετακίνησή της.
Και εξευμενισμός
Ενώ με τα πρακτικά αυτά μέτρα αποτρεπόταν η επάνοδος του νεκρού, άλλα απέβλεπαν στον εξευμενισμό και τη συμφιλίωση με το πνεύμα του. Στον στόχο αυτόν προφανώς απέβλεπε η κτέριση των νεκρών με τα προσωπικά τους αντικείμενα: τους αφαιρούσε κάθε λόγο να επιστρέψουν διεκδικώντας τα. Οτι πρόκειται για προσωπικά τους αντικείμενα συνάγεται τόσο από το γεγονός ότι ταιριάζουν με την ιδιότητα του νεκρού (πολεμιστής - όπλα, τεχνίτης - εργαλεία, γυναίκα - κοσμήματα) όσο και από την παντελή απουσία αποθηκευτικών ή μαγειρικών σκευών και εργαλείων από τους τάφους. Προφανώς τέτοια αντικείμενα αποτελούσαν συλλογική ιδιοκτησία της κοινωνικής ομάδας και συνεπώς δεν ήταν διεκδικήσιμα από μεμονωμένα άτομα.
Εκτός από την υλική ικανοποίηση του νεκρού με τα κτερίσματα, το πνεύμα του εξευμενιζόταν με ειδικές τελετουργίες, τόσο κατά την κηδεία όσο και αργότερα (π. χ. μνημόσυνα). Με όλα αυτά τα μέτρα, που αποσκοπούσαν είτε στην παρεμπόδιση του νεκρού να επιστρέψει είτε στον εξευμενισμό του, οι ζωντανοί προσπαθούσαν να εξαλείψουν τον δικό τους φόβο.
* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από την εφ. ΤΑ ΝΕΑ για τον Φερλινγκέτι
Πριν από 4 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου